Μαρτυρίες για τη ζωή του...

Μαρτυρίες για τη ζωή του οσίου Ιάκωβου Τσαλίκη

Του π. Ηλία Μάκου

Ο νεοφανής άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης (1920-1991), είχε θεία φώτιση και κυρίως θεία ζωή, αν και αγράμματος, κατά κόσμο,

Η μνήμη του τιμάται στις 22 Νοεμβρίου και  στο μοναστήρι του οσίου Δαυίδ στις Ροβιές Εύβοιας, όπου υπήρξε ιερομόναχος και ηγούμενος και υπάρχει ο τάφος του,   έγιναν διήμερες πανηγυρικές λατρευτικές εκδηλώσεις. 

Ο φυσικός του θάνατος, ύστερα από πολλές μακροχρόνιες ασθένειες και μεγάλη σωματική ταλαιπωρία, για την οποία ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε, ήταν το τέρμα της επίγειας ζωής, αλλά και το τέρμα της πνευματικής τελείωσής του.

Και μετά επακολούθησε, όπως ήταν λογικό και δίκαιο, η κρίση και η αμοιβή, που τον ανέδειξε σε υπέροχο υπόδειγμα αληθινής και θεάρεστης πίστης.

Από παιδάκι εμφανίστηκαν στη συμπεριφορά του χαρακτηριστικά αγιοσύνης. Μόλις 9 ετών, όταν στο χωράφι τσίμπησε ένα φίδι τον αδελφό του, τον σταύρωσε και προσευχήθηκε αυθόρμητα:

«Χριστέ μου κάνε το δηλητήριο να γίνει νερό, να μην πάθει τίποτε ο αδελφούλης μου».

Μάλιστα και χωριανοί του, όταν αρρώσταιναν, πήγαιναν σ’ αυτόν, τους σταύρωνε, διάβαζε κάτι από τη Σύνοψη, μπορούσε και διάβαζε τη σύνοψη σε τόσο μικρή ηλικία, και τους ράντιζε με αγιασμό.

Σε ηλικία 30 ετών μονάζει στην εγκαταλελειμμένη και έρημη Μονή του οσίου Δαυίδ, ο οποίος έκτοτε παρουσιάζεται ολοζώντανος μπροστά του πολλές φορές.

Μια από αυτές είναι όταν εισερχόμενος στη Μονή ένας άγνωστος μοναχός του υπόσχεται ότι, αν μείνει εκεί, θα έχει πάντα ένα σπίτι λαμπρό. Και όταν σε λίγο προσκυνά την εικόνα του οσίου Δαβίδ, διαπιστώνει ότι ήταν ο μοναχός, που τον υποδέχθηκε ήταν ο άγιος.

Στη ζωή του αντιμετώπισε πολλές κακουχίες, αλλά και συκοφαντίες.

Και όταν είχε ο ίδιος δυσκολίες ή ήθελε να ξεπεραστούν προβλήματα ανθρώπων, που κατέφευγαν σ’ αυτόν, γονάτιζε μπροστά στην κάρα του οσίου Δαβίδ, επί ώρες ολόκληρες, και έλεγε:

Εγώ στα λέω στ’ αυτί σου και εσύ άνοιξε γραμμή με τον ουρανό.

Άλλοτε προσευχόταν, ακόμη και για ημέρες, στη σπηλιά του οσίου Δαβίδ, πάνω από το Μοναστήρι.

Διαρκώς φαινόταν η ακλόνητη πίστη του και η σταθερή ελπίδα του. Όταν, λίγο πριν πεθάνει, και ενώ ήταν βαριά άρρωστος, του έβαλαν οι μοναχοί λίγο λάδι στο φαγητό, αρνήθηκε να το φάει και στεναχωρημένος τους είπε: «Μα, μου χαλάτε την άσκησή μου».

Μοναχοί, αλλά και πιστοί έβλεπαν, την ώρα της Εισόδου των Τιμίων Δώρων, να φτερουγίζουν δίπλα του άγγελοι ντυμένοι στα λευκά. Και να μένουν μέχρι το δι’ ευχών! Δεν ήταν όραμα, δεν ήταν παραίσθηση, δεν ήταν ψευδαίσθηση, όπως εύκολα, μπορεί να πει κανείς, αλλά απεικονιζόταν η δύναμη και η αξία της ψυχής του, που δεν την άγγιζε η τραγικότητα της φθοράς και της αμαρτίας, αλλά περιπλανιόταν στους χώρους του Θεού.

Συχνά, πολύ συχνά, οποιαδήποτε συζήτηση και αν γινόταν, όπου και αν βρισκόταν, όποιους και αν αναστρεφόταν, επαναλάμβανε: «Με συγχωρείτε». Γι’ αυτό του δόθηκε το προσωνύμιο του «Με συγχωρείτε». Αυτός ο λόγος ήταν προς όλους ένα προσκλητήριο μετάνοιας και επιστροφής.

Είναι χαρακτηριστικό αυτό, που αναφέρει σ’ ένα βιβλίο του για τον αείμνηστο Μητροπολίτη Χαλκίδας Νικόλαο Σελέντη ο μακαριστός Μητροπολίτης Φθιώτιδος Νικόλαος. 

" Υπηρετούσε το 1973 στη Χαλκίδα ως αρχιδιάκονος και ιεροκήρυκας.  Συνοδεύοντας τον κυρό Νικόλαο βρέθηκε σε μια πανήγυρη της Μονής.  Μετά τη θεία λειτουργία ακολούθησε τράπεζα.  Ο άγιος Ιάκωβος δεν είχε αναλάβει ακόμη την ηγουμενία, αυτό έγινε το 1975.   Καθόταν σε μια γωνιά και κάθε φορά, που ο Μητροπολίτης του απηύθυνε το λόγο, η πρώτη κουβέντα, που έλεγε ήταν «με συγχωρείτε»!  Διακρίνοντας την ταπείνωσή του, που τον προφύλαγε από την υπερηφάνεια, ο Μητροπολίτης ανέφερε όταν έφυγαν στον αρχιδιάκονο: «Αυτός ο άνθρωπος είναι άγιος». 

Ακτινοβολούσε  το πρόσωπο του, έλαμπε, τυλιγόταν από ένα ανεξήγητο φως  μπροστά στο θείο θυσιαστήριο. 

Κάποιοι τον έβλεπαν πολλές φορές κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας να μην πατάει στο έδαφος. 

Όπως ο ίδιος εξομολογήθηκε, για να φρονηματίσει τους ανθρώπους και να αντιληφθούν τα μεγαλειώδη, που συντελούνται στη θεία λειτουργία, το ιερό βήμα γέμιζε από αγγέλλους. 

Μάλιστα κάποτε αναγκάστηκε να τους πει: «Κάντε τόπο να περάσω», γιατί ήταν πολλοί. 

Και την ώρα της Μεγάλης Εισόδου, καθώς κρατούσε τα Τίμια Δώρα, ένιωθε να φτερουγίζουν γύρω του άγγελοι ντυμένου στα λευκά. 

Αυτό δεν ήταν φαντασίωσή του, ήταν φανέρωση του Θεού.  Η αλήθεια και η αγάπη του αγίου Ιακώβου Τσαλίκη για το συνάνθρωπο και κυρίως για τους νέους εκφραζόταν με της απλότητας τη στάση. 

Και το καταλάβαιναν οι  άλλοι από το βλέμμα του, που τους ενέπνεε εμπιστοσύνη. 

Όταν, πριν  χρόνια, αρχές της δεκαετἰας του 2000, βρεθήκαμε ως προσκυνητές στη Μονή οσίου Δαβίδ, στις Ροβιές Εύβοιας, οι μοναχοί μας πρότειναν να ανεβούμε σ’ ένα σημείο πάνω από το μοναστήρι και να δούμε την κουφάλα ενός δένδρου, όπου νύχτες ολόκληρες περνούσε προσευχόμενος, όπως και στη σπηλιά του οσίου Δαβίδ, ο νέος άγιος της Εκκλησίας μας Ιάκωβος Τσαλίκης, που η μνήμη του εορτάζεται στις 22 Νοεμβρίου. 

Εκεί, όπου γονυπετής και με υψωμένα τα χέρια έκανε παρακλήσεις και  διάβαζε το ψαλτήρι, με αμέτρητα πουλιά να κάθονται στα κλαδιά του πλατάνου σιωπηλά, λές και συμπροσεύχονταν μαζί του, μας δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι τον συναντήσαμε πνευματικά. 

Ψηλόλιγνο, με βλέμμα καθαρό και φωτεινό. Αδύνατο και ασθενικό, που όμως δεν γόγγυσε  και δε λύγισε ποτέ. 

Άντεξε τη φτώχεια, άντεξε την περιφρόνηση, άντεξε τις ασχήμιες του κόσμου, άντεξε τους πειρασμούς, άντεξε τις δοκιμασίες, άντεξε την κοπιαστική εργασία. 

Σ’ όλη του την επίγεια ζωή απέφευγε τη δόξα, σχεδόν κρυβόταν, κι όμως τελικά  τον συνάντησε, και μάλιστα όχι οποιαδήποτε δόξα, αλλά αυτή του Θεού. 

Η ταπείνωση αποτελούσε βασική προϋπόθεση της ζωής του. Και όταν λέμε ταπείνωση, εννοούμε βαθιά συναίσθηση της αμαρτωλότητας. Συνεχώς εξέφραζε ένα πύρινο αίτημα, ο Θεός να Τον ελεήσει. Και όταν του μιλούσαν επιτιμητικά, χαμήλωνε το βλέμμα του, όχι από αδυναμία ή ενοχή, αλλά από σεμνότητα. Και μεταποιούσε τη στενοχώρια του σε θερμή θεία παράκληση.

Από το Δεκέμβριο του 1952, που εισήλθε στην ιεροσύνη, έως την κοίμησή του το 1991σε ηλικία 71 ετών, υπήρξε ένας χαριτωμένος λειτουργός του Υψίστου. 

Εκφραζόταν με το λόγο τον χωρίς προσποίηση, που έβγαινε από την καρδιά του και πήγαινε απ’ ευθείας στην καρδιά του άλλου, ομαλά, ίσα, αβίαστα, χωρίς απαίτηση προβολής, είτε επιβολής και επίδειξης. 

Υπερνικούσε τις στείρες απαισιοδοξίες πως τάχα ο κόσμος δεν αλλάζει πορεία με μεμονωμένες μικρές προσπάθειες. 

Αλλάζει, πώς δεν αλλάζει. Όπως ένα κερί φωτίζει μέσα στη νύχτα και κάνει τα πηχτά σκοτάδια να υποχωρούν. 

Ένα κερί αναμμένο ήταν και είναι ο άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης.