Ανθρώπινη ιστορία με μια Θεσπρωτή και μια "Τσάμισσα"

Είναι γνωστή η ιστορία των εγκλημάτων των "Τσάμηδων" στη Θεσπρωτία κατά την Κατοχή και η αμετάκλητη καταδίκη τους από τα έκτακτα στρατοδικεία. Όπως επίσης είναι γνωστό, υπό το βάρος όσων έκαναν, αποχώρησαν στην Αλβανία, μαζί με τους Γερμανούς. 

Από αυτή την τραγική εποχή, ο φιλόλογος-συγγραφέας Χάρης Λεοντάρης σε άρθρο του στον "Π. Λ." (4 Οκτωβρίου 2024) περιγράφει ένα περιστατικό με ανθρώπινη διάσταση, που δίνει το μήνυμα ότι οι "Τσάμηδες" και όσοι άλλοι ακραίοι και εθνικιστές στην Αλβανία,  υποκινούν σήμερα διεκδικήσεις κατά της Θεσπρωτίας, είναι εξωφρενικά εκτός ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας, αφού οι λαοί κα της Ελλάδας και της Αλβανίας στην πλειοψηφία τους δεν θέλουν εντάσεις, αλλά συναδέλφωση. Επίσης προκύπτει ότι κάποιοι στην Αλβανία καπηλεύονται και εκμεταλλεύονται συναισθήματα ανθρώπων, για να εξυπηρετήσουν διάφορες σκοτεινές σκοπιμότητες.

Γράφει ο κ. Λεοντάρης:

"Αυτές τις μέρες είχα συνάντηση με έναν Αλβανό, λόγιο με ανοιχτό μυαλό και με στέρεο φορτίο ιστορικής γνώσης πάνω σε όλα τα ζητήματα που συνδέονται με τα ελληνοαλβανικά ζητήματα. Πάνω στην κουβέντα μου διηγήθηκε και το ακόλουθο περιστατικό, το οποίο θεωρώ ότι φωτίζει την ανθρώπινη πλευρά Ελλήνων και "Τσάμηδων".

Μετά το ’45 φεύγοντας από τους Φιλιάτες μια "Τσάμισσα" άφησε στην Ελληνίδα γειτόνισσα ένα σεντούκι με κειμήλια οικογενειακά. Της ζήτησε να το κρατήσει και να το στείλει στην Αλβανία, όταν ειρηνέψουν τα πράγματα. Της έδωσε το όνομά της και την παρακάλεσε να το στείλει στους Αγίους Σαράντα. Πέρασαν πάνω από πενήντα χρόνια και η Ελληνίδα, γιαγιά πιά, βλέποντας να πλησιάζει ο θάνατος παρέδωσε το σεντούκι στο παιδί της με την παράκληση κάποια μέρα να ψάξει να βρει την "Τσάμισσα" στους Αγίους Σαράντα.

Πριν από λίγο καιρό στα πλαίσια της ελληνοαλβανικής φιλίας το παιδί από τους Φιλιάτες συναντά στους Αγίους Σαράντα αντιπρόσωπο Αλβανό και μαθαίνει ότι η Τσάμισσα είχε πεθάνει, ενώ ζει στο Δυράχιο ο γιος της, μεγάλος επιχειρηματίας και ισχυρός οικονομικός παράγοντας. Αμέσως ο Αλβανός τον βρίσκει στο τηλέφωνο και του ανακοινώνει το «δώρο» που ήρθε από τους Φιλιάτες με αποδέκτη την μάνα του!

Η τηλεφωνική επικοινωνία ανάμεσα στα παιδιά των δύο πεθαμένων μανάδων ήταν συγκλονιστική, όπως μου διηγήθηκε ο φίλος μου Αλβανός που παρακολουθούσε τη σκηνή. Στη συνέχεια ο γιος της Τσάμισσας τους παρακάλεσε να μην πληρώσουν ούτε τους καφέδες και ούτε το φαγητό τους στο διπλανό ξενοδοχείο. Ήθελε ο ίδιος να ανταποδώσει τη μεγάλη χαρά που του προκάλεσε το σεντούκι της μάνας ύστερα από εβδομήντα χρόνια".

Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της Αλβανίας από τους Χότζα και Αλία το ζήτημα των «Τσάμηδων» πέρασε ουσιαστικά στο περιθώριο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο Χότζα τους αντιμετώπισε στην αρχή, που κατέφυγαν στην Αλβανία, με δυσπιστία και τους συμπεριφέρθηκε δυσμενώς, γιατί δεν τους εμπιστευόταν και επιδίωξή του αρχικά ήταν να επιστρέψουν στην Ελλάδα(!). Θεωρήθηκαν συνεργάτες των Ιταλών και των Γερμανών και γι’ αυτό ένα μέρος τους μετακινήθηκε προς τα βόρεια της χώρας, στο Δυρράχιο, στο Φίερι και την Αυλώνα.

Μετά από μεγάλο διάστημα σιωπής γύρω από τους «Τσάμηδες», με την πτώση του κομμουνισμού στην Αλβανία το 1991, το ζήτημά τους επανήλθε στην επικαιρότητα και παραμένει ένα πρόβλημα, που ανακύπτει συχνά, και το οποίο φυσικά δεν αναγνωρίζει η Ελλάδα. Αρχικά οι “Τσάμηδες” προσπάθησαν να ξαναγράψουν την ιστορία, τονίζοντας πως ουδέποτε συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς ή τους Ιταλούς και πως έπεσαν θύματα της ελληνικής εκδικητικότητας, κάνοντας λόγο, περί «εθνοκάθαρσης», ενώ εκείνοι την επιχείρησαν στη Θεσπρωτία κατά την γερμανοϊταλική κατοχή.

Το “Τσάμικο” αποτελεί παράμετρο του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού. Μόνιμη θέση της Ελλάδας στις αλβανικές αξιώσεις είναι ότι «θέμα Τσαμουριάς» δεν υφίσταται. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ελληνική πλευρά δεν οφείλει να είναι σε εγρήγορση και να δίνει τις κατάλληλες απαντήσεις, όταν χρειάζεται.

Τα ιστορικά πράγματα είναι απλά, όταν προσεγγίζονται αχρωμάτιστα, απροκατάληπτα, αναλλοίωτα, με καθαρή ενόραση και λογική. Διαφορετικά αναπτύσσονται καταστάσεις, που δεν είναι κανονικές, αλλά κατασκευασμένες, και πυροδοτούν αδικαιολόγητες εντάσεις και οριοθετούν παθογενείς εξελίξεις, με το φοβερό κίνδυνο κάποιοι να πιστέψουν τις αναλήθειες, χωρίς επαρκείς λόγους.

π. Ηλίας Μάκος