Στο δρόμο για το σχολείο... Του Θωμά Νούσια

Έτσι πηγαίναμε σχολειό πριν καμιά εξηνταριά χρόνια. Παπούτσια χιλιομπαλωμένα με πεταλάκια στις σόλες, ρούχα από μεταποιημένα παλιά ρούχα των γονιών. Η φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα είναι από τα Γιάννινα του 1960. Διόλου απίθανο τα δυο παιδάκια να ήταν συμμαθητές μου.

Στο λουράκι της σάκας είχα κρεμασμένο ένα μεταλλικό κύπελο. Μου το γέμιζε η δασκάλα καυτό σκονόγαλα από το καζάνι και το έχυνα με τρόπο σε μια γωνιά της αυλής. Ευχαρίστως έτρωγα μόνο το κίτρινο τυρί από τις κονσέρβες της UNRRΑ. Με κουλούρι από το κυλικείο της επιστάτριας, πέντε τρύπιες δεκάρες το ένα. Ήταν οι πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, σε κάποια σπίτια δεν υπήρχε ούτε ένα πιάτο φαΐ και πολλά παιδιά επέζησαν χάρη στα συσσίτια.
Τα πρώτα γράμματα τα μάθαμε στο νηπιαγωγείο γράφοντας με κοντύλι σε πλάκα. Το τάμπλετ της εποχής! Σύμπτωση: Η νηπιαγωγός λεγόταν Κονδυλένια Αναγνώστου.
Στην πρώτη δημοτικού περάσαμε στο μολύβι FABER νούμερο δύο και την πένα, που κάθε μια-δυο λέξεις τη βουτάγαμε στο μελανοδοχείο, το καλαμάρι. «Με την πένα θα γίνετε καλλιγράφοι!», έλεγε η δασκάλα μας η κυρία Ειρήνη. Μεγάλος μπελάς όταν το καλαμάρι αναποδογύριζε πάνω στο θρανίο και η μελάνη μουντζούρωνε τετράδια και ρούχα.
Προς το τέλος της χρονιάς η δασκάλα μάς επέτρεψε να χρησιμοποιήσουμε στυλό διαρκείας. Χαράς ευαγγέλια! Πετάξαμε κονδυλοφόρους και μελανοδοχεία και πήραμε το όμορφο διαφανές BIC που μόλις είχε κυκλοφορήσει.
Ελλείψει κινητών (ούτε ως επιστημονική φαντασία δεν υπήρχαν), στα διαλείμματα είχαμε μια πολύ πιο... δημιουργική απασχόληση: τον πετροπόλεμο! Σκληρές οι μάχες μεταξύ Καπλανείου και Ελισαβέτειου στην κοινή σχολική αυλή, πολλά τα ανοιγμένα κεφάλια. Ειρηνευτική δύναμη και πρώτες βοήθειες, η Αριστούλα η επιστάτρια. Τα καπλανάκια πιάσαμε μια μέρα αιχμάλωτο πολέμου ένα ελισαβετάκι και το κλείσαμε φυλακή στο υπόγειο. Πλάνταξε στο κλάμα το κακόμοιρο μέχρι να το πάρει χαμπάρι η Αριστούλα και να το απελευθερώσει.
Στη Μπαλντούμα τα παιδιά περπάταγαν πολλά χιλιόμετρα για να πάνε σχολειό. Το σχολικό καμπανάκι δεν ακουγόταν μέχρι τα σπίτια τους και ο δάσκαλος (ο πατέρας μου) είχε βρει μια πολύ ιδιαίτερη πατέντα για να τα ξυπνάει κάθε πρωί...
Στο πικάπ και τα μεγάφωνα, δώρα της UNRRA, έβαζε το 45άρι δισκάκι με τη «Μυρτιά» του Μίκη και του Γκάτσου. Αντιλαλούσε στα βουνά και στα λαγκάδια η φωνή της Γιοβάννας: «Στα παραθύρια τα πλατιά, χαμογελούσε μια μυρτιά...».
Μέχρι που ήρθε η χούντα, τα τραγούδια του Μίκη βγήκαν στην παρανομία και τα μεγάφωνα του σχολείου σίγησαν. Ο πατέρας μου δεν θέλησε να αντικαταστήσει με άλλο τραγούδι την απαγορευμένη πλέον «Μυρτιά».
ΘΩΜΑΣ ΝΟΥΣΙΑΣ