Νεομάρτυρας Αναστάσιος: Ένας αγρότης από την Παραμυθιά, που έγινε άγιος. Ο Αναστάσιος ήταν στα χωράφια για να θερίσει. Eίχε πάρει μαζί του και την αδελφή του. Εκείνη την ημέρα συνέπεσε να περάσει από εκεί, ο υιός του ηγεμόνα του τόπου, που λεγόταν Μούσας, μαζί με άλλους Αγαρηνούς. Μόλις οι άπιστοι είδαν την όμορφη αδελφή του Αναστασίου, έτρεξαν αμέσως κατά πάνω της, με ανήθικους σκοπούς. Πρόφθασε όμως ο Αναστάσιος και όρμησε εναντίον των Τούρκων. Έδωσε έτσι καιρό στην αδελφή του και έφυγε. Ο πασάς έστειλε στρατιώτες και συνέλαβαν τον Αναστάσιο. Προσπάθησε να τον καταφέρει, είτε με κολακείες και υποσχέσεις, είτε με απειλές και τιμωρίες για να αλλάξει την πίστη του. Εγώ, είπε, Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα πεθάνω με τη βοήθεια του Χριστού μου. Στην φυλακή, που βρισκόταν, μετέτρεψε στον Χριστιανισμό τον ίδιο τον γιο του Πασά, τον Μουσά, ο οποίος τον επισκέφθηκε μόνος του κρυφά. Ο Αναστάσιος του λέει: – Ρωτάς, γιατί περιφρόνησα τα καλά, που μου πρότεινε ο πατέρα σου; Αυτό το έκαμα γιατί εμείς έχομε στους ουρανούς αγαθά ανεκλάλητα και αιώνια με τα οποία αν παραβάλουμε όλα του κόσμου τα αγαθά, είναι σκιά και μηδέν. Ο πασάς, έβγαλε από τη φυλακή τον Αναστάσιο. Βλέποντας όμως ότι δεν κατάφερε να πείσει ούτε με κολακείες, ούτε με φοβέρες, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν, έξω από την πόλη, κοντά στο Μοναστήρι, που βρισκόταν εκεί κοντά. Πράγματι! Τον πήγαν εκεί και ο δήμιος τράβηξε την σπάθη και τον αποκεφάλισε. Έμεινε, όμως, το λείψανο του κάτω εκεί, που τον αποκεφάλισαν, αρκετές ημέρες. Κανείς από τους Χριστιανούς δεν τολμούσε να πλησιάσει για να το παραλάβει και το ενταφιάσει. Ο τύραννος τους είχε απειλήσει με θάνατο. Έβλεπαν όμως κάθε βράδυ οι Χριστιανοί να κατεβαίνει από τον ουρανό ένα φως επάνω στο λείψανο του αγίου. Μια νύκτα όμως ο μάρτυρας φάνηκε στο όνειρο του πασά και τον διέταξε απειλώντας τον, να δώσει το λείψανό του στο Μοναστήρι. Το πρωί αμέσως ειδοποιήθηκαν οι μοναχοί και ήλθαν με λαμπάδες και θυμιάματα. Με τιμές που του άξιζαν και με ευλάβεια έφεραν το λείψανό του στο Μοναστήρι και το ενταφίασαν.