Γράμμα στο φίλο Αλβανό Τελνίς Σκούκι, που τον ανάγκασαν να αυτοεξοριστεί στη Σουηδία!

Φίλε Τελνίς.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τη γνωριμία μας στο Αργυρόκαστρο και την επαγγελματική, ως δημοσιογράφοι, συνεργασία μας, που εξελίχθηκε σε μια θερμή προσωπική φιλία. Η ζωή, κάποια στιγμή, άλλαξε τη ρότα και των δύο. Εγώ χειροτονήθηκα ιερέας και εσύ εξακολούθησες τη μάχιμη δημοσιογραφία στην Αλβανία,   έως ότου τα έβαλες με τα κυκλώματα των ναρκωτικών, επιχειρώντας να τα "σπάσεις". Τα στοιχεία, που έφερνες στη δημοσιότητα αποκαλυπτικά και καταλυτικά. Προσπάθησες να κινητοποιήσεις τον αλβανικό κρατικό μηχανισμό εναντίον τους. Το αποτέλεσμα; Να στραφούν όλοι κατά πάνω σου, για να σε εξοντώσουν. Να δέχεσαι σοβαρές απειλές, κομμένο κεφάλι τράγου σου άφησαν έξω από την πόρτα του διαμερίσματός σου, αλλά και να σε διώξουν από τη δουλειά σου στο Αλβανικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Έτσι αναγκάστηκες μαζί με τη γυναίκα σου και τα δύο κορίτσια σου, να καταφύγεις στη Σουηδία. 
ΘΥΜΑΜΑΙ πολλά από σένα, φίλε...
ΘΥΜΑΜΑΙ την περιγραφή, που μου έκανες, των δύσκολων παιδικών σου χρόνων, αφού γεννήθηκες μέσα στη φυλακή, καθώς η μητέρα σου καταδιώκονταν από το καθεστώς.
ΘΥΜΑΜΑΙ, που μου έλεγες, τι πέρασες, για να σταθείς στα πόδια σου, αλλά τα κατάφερες και έγινες ένας από τους δυναμικότερους δημοσιογράφους-ερευνητές στην Αλβανία, χωρίς να υπολογίζεις τους κινδύνους.
ΘΥΜΑΜΑΙ τα ταξίδια μας εντός της Αλβανίας για τις ανάγκες του ρεπορτάζ, τη φιλοξενία στο σπίτι σου, τη διαμονή μας σε φτωχά σπίτια της χώρας, όπου οι άνθρωποι κατέβαιναν από τα μικρά κρεβάτια τους και κοιμόταν στο πάτωμα, για να βολευτούμε με άνεση εμείς.
ΘΥΜΑΜΑΙ τα γεύματά μας σε ταβέρνες, όπου δε με άφηνες ποτέ να πληρώσω. Και δεν το έκανες αυτό μόνο στην Αλβανία, αλλά και όταν ερχόσουν στην Ηγουμενίτσα ή στα Γιάννινα. 
ΘΥΜΑΜΑΙ πως όταν απειλήθηκα από τους Τσάμηδες σε μια εκδήλωσή τους, στάθηκες μπροστά μου, απλώνοντας τα χέρια σου, ξέσχισαν τα ρούχα σου, αλλά εσύ ήσουν όλο χαρά, γιατί με προστάτευσες.
ΘΥΜΑΜΑΙ ότι, όταν σου ζήτησα να μου στείλεις υλικό για το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων από την κατεδάφιση ναού στην Πρεμετή, έσπευσες γρήγορα εκεί και διεκπεραίωσες την αποστολή σου, παρά τα γρονθοκοπήματα από ιδιωτικούς αστυνομικούς, που σου άνοιξαν το κεφάλι. Δεν έκανες πίσω, γιατί, όπως ανέφερες, "έχω χρέος να φανώ χρήσιμος στο φίλο μου".  
ΘΥΜΑΜΑΙ ότι όταν μου επιτέθηκαν σε εκλογικό τμήμα της Αλβανίας, την ημέρα εκλογών, έβαλες σχεδόν τα κλάματα για να τους πείσεις να με αφήσουν ήσυχο. 
ΘΥΜΑΜΑΙ, πως όταν καλύπταμε μια σφορδή χιονόπτωση, έβγαλες το παλτό σου και το έδωσες σε μένα για να μη κρυώσω, έστω και αν εσύ έμεινες μ' ένα μπλουζάκι μέσα στο χιονιά.
ΘΥΜΑΜΑΙ, που όταν ακραίοι Αλβανοί εθνικιστές έκαψαν την ελληνική σημαία, αρθρογράφησες και υπεραμύνθηκες της ανάγκης για συνεργασία και ειρήνη ανάμεσα στους δύο λαούς και ας σε χαρακτήρισαν "εχθρό" της Αλβανίας.  
ΘΥΜΑΜΑΙ, που επικοινωνούσαμε περισσότερο με το βλέμμα και λιγότερο με τις λέξεις. 
ΘΥΜΑΜΑΙ ότι είχα σκεφτεί πως αν όλοι οι Μουσουλμάνοι είχαν το ήθος και την εντιμότητα και τη συνέπεια τη δική σου, μάλλον ο μουσουλμανισμός θα ήταν ένα άριστο σύστημα.
ΘΥΜΑΜΑΙ το φιλότιμό σου, ρε άρχοντα...
Και τώρα στη Σουηδία. Κυνηγημένος, από τη χώρα που αγάπησες και υπηρέτησες, μακριά από το λαό, για το καλύτερο μέλλον του οποίου αγωνιούσες και πολεμούσες.
ΘΥΜΗΣΟΥ, φίλε. Θάρθει η ημέρα, αργά ή γρήγορα δεν ξέρω, που θα δικαιωθείς...
Και ΘΥΜΗΣΟΥ και κάτι άλλο: Ο φίλος σου ο Ηλίας δεν πρόκειται να ξεχάσει τον  πραγματικό ορισμό της αληθινής φιλίας, που του τον δίδαξες εσύ, ως σηματορός και κήρυκας.
Καλή τύχη στα ξένα, φίλε. Είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις. Τα παλληκάρια, μπορεί να χάνουν μάχες, δε χάνουν ποτέ τον πόλεμο...
Η. Μ.