Η φορεσιά και ο οπλισμός των Σουλιωτών. Ποια ήταν η ενδυμασία τους και με τι πολεμούσαν...

Δεν είναι γνωστά πολλά ιστορικά στοιχεία για τη φορεσιά και τον οπλισμό των Σουλιωτών. Και έχουν σημασία, γιατί αποκαλύπτουν κομμάτια από την ταυτότητα αυτού του ηρωικού και ανυπότακτου λαού. Η φορεσιά φανερώνει την πολιτισμική δομή των Σουλιωτών, ενώ ο οπλισμός το αγωνιστικό τους φρόνημα. Έχει ενδιαφέρον η μελέτη των ενδυματολογικών συνηθειών ενός λαού ή μιας εποχής ή κάθε μεμονωμένου ατόμου, γιατί η ένδυση είναι φορτισμένη με τις ποικίλες οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές, ηθικές, αισθητικές συνθήκες, κάτω από τις οποίες ζει ο άνθρωπος. Η ανδρική σουλιώτικη φορεσιά ήταν αυστηρή στο χρώμα και λιτή στη διακόσμηση, έτσι ώστε το βασικό τους σχήμα να μένει ξεκάθαρο. Δεν έλειπε το πουκάμισο, που, αν και παρόμοιο στην κοπή με το γυναικείο, συνήθως ήταν κοντό. Φορούσαν ένα είδος κοντού μάλλινου, αμάνικου πανωφοριού. Η ενδυμασία συμπληρώνονταν με διάφορα γιλέκα και ζακέτα, φορεμένα το ένα πάνω στο άλλο, που κουμπώνουν με διάφορους τρόπους, ώστε να μη κρύβει το ένα το άλλο στα σημεία που παρουσιάζουν διακοσμητικό ενδιαφέρον. Τη μέση την έζωνε κάποιο ζωνάρι ή ζώνη ή και τα δύο. Το χειμώνα φοριούνταν πάνω από όλα διάφορα μανικωτά παλτά ή κάπες, που συχνά είχαν κουκούλα. Στα πόδια φοριούνταν πλεχτές κάλτσες ή υφασμάτινες περικνημίδες, σε μήκος ανάλογο με το μήκος του εξωτερικού ενδύματος ή του παντελονιού.
ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ
Τα κύρια μέρη της γυναικείας σουλιώτικης φορεσιάς ήταν η φανέλλα, το πουκάμισο, το μισοφόρι, το μισοφούστανο, η φουστάνα, το καφτάνι, το ζουνάρι, η ζούνα, η ποδιά, τα τσουράπια και τα καντούρια. Η φανέλλα ήταν υφαντή ή πλεκτή με μακριά μανίκια. Το πουκάμισο ήταν άσπρο, μακρύ ως τον αστράγαλο με μακριά και πλατιά μανίκια. Τα καθημερινά ήταν βαμβακερά, ενώ τα γιορτινά από ύφασμα σγουρό. Το μισοφούστανο ή φουστάνα ήταν μια πλατιά μακριά φούστα που φοριόταν πάνω από το μεσοφόρι. 
Ο ΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ο οπλισμός των Σουλιωτών αποτελούνταν κυρίως  από κουμπούρες, αλλά και από  το γιαταγάνι. Πρόκειται για μαχαίρι μισό μέτρο λάμα ή και περισσότερο, φτιαγμένο από γερό ατσάλι. Είχαν και χαντζάρες, ως λάφυρα τις περισσότερες φορές από τους Τουρκαλβανούς. Και καριοφύλια. Αν και το σύνολο των ντουφεκιών έκλεινε στο όνομα καριοφίλι, τα ξεχωρίζανε σε είδη ανάλογα με το λαμνί (κάννη), τις φωτιές, το μάκρος του και τα παφίλια που το κρατούσανε δεμένο στο κοντάκι, πέντε ως οκτώ παφίλια. Μερικά από τα είδη καριοφιλιών ήταν: Φιλύντρα, Λαζαρίνα, Μιλιώνι, Νταλιάνι, Τρικιώνι, Αρμούτι, Γκιζαήρ, Σισανές, Ντάντσικα, Σαρμάς, Σαρμά-Σισανές, Χαρέ Σαρμά, Παπά Καριοφίλι, Ψαλιδιάς, Σαντέ, Μαντζάρι.