Το πανηγύρι του χωριού δεν είναι απλά γλέντι, είναι γεγονός μέ λατρευτικές, κοινωνικές- ψυχαγωγικές καί πολιτιστικές διαστάσεις...

Την ορθή διάστση των πανηγυριών του καλοκαιριού περιγράφει σε παλαιότερο κείμενό του ο πρωτοπρεβύτερος π.Λάμπρο Τσιάρα, Αρχιερατικός Επίτροπος της Μητροπόλεως Ιωαννίνων, με μεγάλη εμπειρία σε πνευματικά θέματα. Αναφέρει μεταξύ άλλων εύστοχα: "Εἶναι ἀλήθεια πώς ὅλοι μας, καί οἱ “ἐγγύς”, καί οἱ “μακράν” περιμένουμε μέ λαχτάρα τίς μέρες αὐτές νά συναντηθοῦμε, νά ξαναζωντανέψουμε μέσα μας παιδικές μνῆμες, νά χαροῦμε τίς ὀμορφιές τῆς ἐπαρχίας, νά ψυχαγωγηθοῦμε ἔτσι ὅπως ἡ Ἑλληνορθόδοξη Παράδοση τό ἀπαιτεῖ, νά ἀντλήσουμε δυνάμεις ἀπό τίς ρίζες μας καί νά γυρίσουμε ἀνανεωμένοι στίς ἐργασίες μας. Γιά νά ἐπιτύχουμε ὅμως τήν ἀνανέωση αὐτή, πρέπει ἐρχόμενοι στό χωριό, ν’ ἀφήσουμε πίσω στή θορυβώδη πρωτεύουσα τούς συνήθεις τρόπους ἐπικοινωνίας καί ψυχαγωγίας μας καί νά γίνουμε προσκυνητές τῶν ἱερῶν μας παραδόσεων˙ προσκυνητές τῆς φυσικῆς ὀμορφιᾶς καί τοῦ καθαροῦ περιβάλλοντος τοῦ χωριοῦ˙ προσκυνητές τῆς πολιτισμικῆς μας κληρονομιᾶς, ὅπως αὐτή ἀποτυπώνεται στή λαϊκή δημιουργία, στά ἔθιμα καί τά βιώματα τῶν γονιῶν καί τῶν παππούδων μας, στό κοινοτικό πνεῦμα, στούς τοπικούς χορούς καί τά παραδοσιακά τραγούδια. Ἕνα τέτοιο προσκύνημα θά συμβάλει τά μέγιστα στό νά συνειδητοποιήσουμε οἱ Νεοέλληνες τί εἴμαστε καί νά… συνομολογήσουμε μέ τόν γνωστό συνθέτη καί στιχουργό, ὅτι ὄντως «εἴτε μέ τίς ἀρχαιότητες εἴτε μέ τήν Ὀρθοδοξία τῶν Ἑλλήνων οἱ κοινότητες φτιάχνουν ἄλλο γαλαξία». Θέλουμε νά ποῦμε ἐμπιστευτικά σ’ ἐσᾶς, πού τυχόν διαβάζετε τίς γραμμές αὐτές, ὅτι ἐπιλέξαμε τό συγκεκριμένο ἐπίκαιρο θέμα, ἐπειδή στοχεύουμε ἀκριβῶς σέ τοῦτο˙ στό νά συνειδητοποιήσουμε δηλ. ὅλοι ὅτι τό πανηγύρι τοῦ χωριοῦ δέν εἶναι εὐκαιρία νά ἐπιδείξουμε ἐγωιστικά ὁ καθένας πόσο καλά ξέρουμε καί μιμούμαστε τίς ἄσχημες πλευρές τῆς ζωῆς τῶν πόλεων. Τό πανηγύρι τοῦ χωριοῦ εἶναι γεγονός πνευματικό, μέ λατρευτικές, κοινωνικές- ψυχαγωγικές καί πολιτιστικές διαστάσεις. Θά δοῦμε τώρα ἀναλυτικά αὐτές τίς διαστάσεις τοῦ ἑλληνικοῦ πανηγυριοῦ. 1. Ἡ λατρευτική διάσταση. Πάντα το ἑλληνικό πανηγύρι συνδέεται μέ μιά ἐκκλησιαστική γιορτή. Π.χ. τώρα τό καλοκαίρι πανηγυρίζουμε στίς γιορτές τοῦ προφήτη Ἠλία, τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος, τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος καί, κατ’ ἐξοχήν, στή γιορτή τῆς Παναγίας. Δηλαδή κέντρο τῆς γιορτῆς καί τοῦ πανηγυριοῦ εἶναι ἡ Λατρεία καί εἰδικότερα, ἡ θεία Λειτουργία. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ὅλα, καί ἡ πίστη καί ὁ βίος τῶν πιστῶν, εἶναι δεμένα μέ τή Λατρεία. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ χῶρος στόν ὁποῖο πανηγυρίζουμε εἶναι τό προαύλιο τῶν ναῶν. Ἄς θυμηθοῦμε, ἄν ὁ ζῆλος μας γιά ἀναβίωση παλιῶν ἐθίμων καί ἠθῶν δέν εἶναι ἐπιλεκτικός, ἄς θυμηθοῦμε τίς παλιές καλές συνήθειες τῶν πατεράδων καί τῶν παππούδων μας. Ξεκινοῦσαν, ἄλλοτε ἀποβραδίς, γιά νά προλάβουν τόν Ἑσπερινό καί τήν ἀγρυπνία (ὅπου γινότανε ἀγρυπνία), κι ἄλλοτε βαθιά χαράματα, κι ὁδοιποροῦσαν ἐπί ὧρες, μέ τό πρόσφορο, τό λάδι, τό κερί, ὅλα γνήσια καί ἁγνά, γιά νά προλάβουν τόν Ὄρθρο καί τή θεία Λειτουργία, στήν ὁποία, προετοιμασμένοι καταλλήλως, προσέρχονταν μετά φόβου Θεοῦ καί μεταλάβαιναν τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Συνήθειες, βιώματα, ἐμπειρίες πού μᾶς τά διηγεῖται καί τά περιγράφει μέ τόν δικό του μοναδικό τρόπο ὁ Παπαδιαμάντης. Οἱ παλαιότεροι δέν πανηγύριζαν ἀλειτούργητοι. Τό πανηγύρι τούς ξεκινοῦσε μέ τόν ἐκκλησιασμό. Ἄν στίς ἡμέρες μᾶς τό κέντρο βάρους τοῦ πανηγυριοῦ μετατοπίσθηκε πρός μία κοσμική κατά τό μᾶλλον κατεύθυνση, καί πιά οἱ περισσότεροι δέν νοιώθουμε τήν ἀνάγκη νά πανηγυρίζουμε λειτουργημένοι, κι ἄν ξεκινοῦμε τό πανηγύρι πρίν ἀπό τή γιορτή (ὅπως δυστυχῶς συμβαίνει σέ πολλά χωριά, πού στήνουν τό γλέντι ἀπό τήν παραμονή τῆς γιορτῆς τῆς Παναγιᾶς), αὐτό σημαίνει πώς κάτι ἔχει χαλάσει μέσα μας˙ ἡ ταυτότητά μας, ἡ ψυχή μας, ἔχει ὑποστεῖ κάποιαν ἀλλοίωση, πάντως ὄχι τήν “εὐπρεπεστάτην ἀλλοίωσιν”, πού πραγματοποιεῖ στόν ἄνθρωπο ἡ θεία Χάρη. Δέν κάνουμε τώρα ἐδῶ “παρατηρήσεις” σέ “παρεκτρεπόμενους” πιστούς. Ἐκεῖνο πού θέλουμε νά τονίσουμε, γιά νά τό καταλάβουν ὅλοι, εἶναι ὅτι, μετέχοντας στή θεία Λειτουργία, μετέχουμε στήν θεία Κοινωνία, πού θά πεῖ ἔχουμε μιά πραγματική- οὐσιαστική ἕνωση καί κοινωνία μέ τόν Θεό καί μεταξύ μας οἱ πιστοί, ζῶντες καί κεκοιμημένοι, καθώς ὅλοι εἴμαστε μέλη τοῦ ἑνός Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὅσο μένουμε μακριά ἀπό αὐτή τήν Κοινωνία, τήν Κοινωνία τοῦ Θεοῦ, τόσο παραμένουμε «ἔρημοι κι ἀπρόσωποι» σέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τοῦ βίου... 2. Ἡ κοινωνική καί ψυχαγωγική διάσταση τοῦ πανηγυριοῦ. Πρόκειται γιά τήν κοσμική- ἄς τό ποῦμε ἔτσι- πλευρά τῆς γιορτῆς, ἡ ὁποία ὅμως συνδέεται ἄρρηκτα μέ τη λατρευτική διάσταση. Ἡ Ἑλληνική Παράδοση ἤθελε καί θέλει πάντα τή χαρά καί τή γιορτή μας, τό τραγούδι μας καί τόν χορό μας, ὡς μία προέκταση τῆς θείας Λατρείας ἔξω ἀπό τόν ναό. Ἐκεῖνο πού εἶναι ἀταίριαστο καί δέν πρέπει νά συμβαίνει, εἶναι νά ἀρχίζει τό γλέντι καί ὁ χορός, πρίν ἀκόμα τελειώσει ἡ θεία Λειτουργία… Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν συνιστᾶ ἄρνηση, ἀλλά κατάφαση τῆς ζωῆς. Στήν Εὐχαριστία ἡ Ἐκκλησία προσλαμβάνει τή ζωή μας μέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις της καί τήν ἐξαγιάζει. Ἔτσι ἡ μουσική, ὁ χορός, τό πανηγύρι, ὁ ἔρωτας, ἡ τέχνη, ὁ πολιτισμός, ὅλα, λειτουργήμενα καί ἐξαγιασμένα, «ἐνδύονται τήν εὐπρέπειαν» καί κατά ἕνα τρόπο, προσλαμβάνουν ἕνα χαρακτήρα μυστηριακό. Θά ἦταν εὐχῆς ἔργο νά βιώναμε ὅλοι το πνευματικό αὐτό νόημα τῆς ζωῆς καί τῶν ἐκδηλώσεών της. Οἱ Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι, κι ὅταν θά καθίσουμε στό τραπέζι νά φᾶμε καί νά πιοῦμε, κι ὅταν θά τραγουδήσουμε, κι ὅταν θά σηκωθοῦμε νά χορέψουμε, κι ὅταν τά νέα παιδιά- τά ἀγόρια καί τά κορίτσια μας- θά ἀγαπηθοῦν καί θ’ ἀποφασίσουν νά χτίσουν τίς καινούργιες οἰκογένειες, ὅλα αὐτά θά γίνουν μέ εὐσχημοσύνη καί εὐπρέπεια. Ἐμεῖς εὐφραινόμαστε παραδοσιακά, τραγουδοῦμε ὅλοι μαζί τα τραγούδια τῆς Πατρίδας μας καί χορεύουμε χορούς “κυκλωτικούς”. Ἀρνιόμαστε τήν ἐγωιστική ἀπομόνωση τῆς ἀποπροσωποποιημένης σύγχρονης μαζικῆς ψυχαγωγίας, τήν ὁμαδική φρενίτιδα ἑνός αἰσθησιακά ντοπαρισμένου πλήθους. Στη δική μας παράδοση ἐπικρατεῖ τό κοινοτικό πνεῦμα, ἡ ἀλληλοπεριχώρηση καί ἡ κοινωνία τῶν προσώπων. 3. Ἡ πολιτιστική διάσταση τοῦ ἑλληνικοῦ πανηγυριοῦ. Εἶναι ἀλήθεια πώς ἡ παραδοσιακή μουσική καί οἱ χοροί ἐκφράζουν μία στάση ζωῆς κι ἕναν ὁλόκληρο πολιτισμό. Καί εἶναι ἀσφαλῶς ἄξιοι ἐπαίνων καί εὐλογιῶν οἱ Σύλλογοι ἐκεῖνοι, καί οἱ ἰδιῶτες, πού μοχθοῦν γιά τήν καλλιέργεια καί τή διάδοση τῆς παραδοσιακῆς μας μουσικῆς καί τή διδασκαλία τῶν τοπικῶν χορῶν. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, μαζί μέ τούς καλλιτέχνες μουσικούς μας, προσφέρουν πολλά, ὄχι ἁπλῶς στήν ψυχαγωγία μας, ἀλλά κυρίως στόν πολιτισμό μας καί στήν πορεία μας ὡς ἔθνους. Ἀλλά στό χωριό, στήν ἐπαρχία, δέν εἶναι μόνο ἡ μουσική καί οἱ χοροί. Ὑπάρχει ἕνα εὐρύτερο πολιτιστικό κλίμα, πού περιλαμβάνει ἤθη καί ἔθιμα τοῦ παλιοῦ καιροῦ, λαϊκές δημιουργίες πάνω στήν πέτρα ἤ τό ξύλο, οἰκοδομήματα ἐξαιρετικῆς τέχνης, ὑφαντά μέ ἔμπνευση καί καλαισθησία… Ὅλα αὐτά εἶναι ἕνας ἀληθινός θησαυρός, μία σπουδαία κληρονομιά. Γι’ αὐτό γράψαμε στήν ἀρχή πως, μέ τήν εὐκαιρία τοῦ πανηγυριοῦ, ἐρχόμαστε προσκυνητές κι ἑνός πολιτισμοῦ. Ἑνός πολιτισμοῦ ὅπου οἱ παπποῦδες μας ἔχουν ἀποτυπώσει τίς πιό γνήσιες κι εὐγενικές ἰδέες τους. Ἀπέναντι σε αὐτόν τόν πολιτισμό κι ἀπέναντι σ’ ἐκείνους πού τόν δημιούργησαν, εἶναι ἀνάγκη οἱ σύγχρονοι κληρονόμοι -ἐμεῖς- νά σταθοῦμε μέ σεβασμό. Πράξεις ὅπως ἡ ἐκποίηση στοιχείων αὐτῆς τῆς κληρονομιᾶς ἤ ἡ οἰκονομική τους ἐκμετάλλευση, τάχα γιά λόγους τουρισμοῦ, καθώς καί οἱ κάθε εἴδους ἀπομιμήσεις τους, πού διεκδικοῦν τή σφραγίδα τῆς γνησιότητας, ἀποτελοῦν προσβολή τῆς παράδοσης καί τοῦ πολιτισμοῦ πού κληρονομήσαμε.  Οἱ γραμμές αὐτές δέν γράφονται ὑπό τήν ἐπήρεια ἑνός ἄκρατου συναισθηματισμοῦ, πού δέν ξέρει ἤ δέν θέλει νά δεῖ τήν πραγματικότητα. Ξέρουμε, ὅπως κι ἐσεῖς ὅλοι το ξέρετε, ὅτι τά πανηγύρια μας ἔχουν χάσει σέ σημαντικό βαθμό τόν ἁγνό παραδοσιακό τους χαρακτήρα κι ἔχουν διαβρωθεῖ ἀπό τό πνεῦμα τοῦ νεωτερισμοῦ καί τῆς βουλιμικῆς χρησιμοθηρίας. Ὅμως πιστεύουμε στή δύναμη τῆς ἀλήθειας καί τῆς γνησιότητας, πού εἶναι πιό ἰσχυρή ἀπό τίς στρεβλές ἀπομιμήσεις της. Ἡ Ἐκκλησία καλεῖ ὅλους μας στίς πηγές (Λατρεία, Παράδοση, Πολιτισμό), ἀπό τίς ὁποῖες μποροῦμε νά ἀντλοῦμε ἀστείρευτες δυνάμεις, γιά νά σώσουμε τόν τόπο μας καί τήν ψυχή μας. Ἐτοῦτος ἐδῶ ὁ τόπος, μήν τό ξεχνοῦμε, ἔχει ὄνομα, ἔχει ἱστορία, «ἔχει σῶμα καί θρησκεία». Κλείνοντας, ἅς εὐχηθοῦμε -μέ τόν ἴδιο μουσικό καί στιχουργό- «νά μᾶς ἔχει ὁ Θεός γερούς, πάντα ν’ ἀνταμώνουμε καί νά ξεφαντώνουμε μέ χορούς κυκλωτικούς…», μέσα στό ζωντανό πνεῦμα τῆς Ἑλληνορθόδοξης παράδοσης καί λεβεντιᾶς. Μᾶς ταιριάζει καί μᾶς ἀξίζει".