Ακολουθώντας την υδάτινη πορεία του ποταμού Καλαμά στη Θεσπρωτία (ΦΩΤΟ)

Ο  Καλαμάς είναι ο μεγαλύτερος (σε μήκος) ποταμός της Ηπείρου και ο έβδομος μεγαλύτερος της Ελλάδας. Από τις πηγές ως τις εκβολές τα νερά του  δίνουν ζωή σε χωριά δίπλα στο πέρασμά του.  Στο πέρασμα της Βροσίνας, μπορεί ο επισκέπτης να θαυμάσει από κοντά τον Καλαμά και τα βαθύσκιοτα πλατάνια του.  Στο φαράγγι του Καλαμά, κοντά στην Οσδίνα, απαντώνται πολλά είδη της πανίδας του ποταμού. Ψάρια, όπως η πέστροφα, το οξύρυγχο, το τυλινάρι, η ντάσκα, το στροσίδι, καραβίδες, πουλιά, όπως το όρνιο, ο ασπροπάρης, ο χρυσαετός, το κιρκινέζι, και ζώα, όπως το κουνάβι, η χελώνα, ο λύκος, η αλεπού, ο ασβός, η νυφίτσα, ο σκίουρος, το αγριογούρουνο, ο λαγός και άλλα. Στους βιότοπους του Δέλτα του Καλαμά, επιβιώνουν χιλιάδες πουλιά. Έχουν καταγραφεί 170 είδη και περισσότερα από το 1/3 είναι προστατευόμενα είδη. Η εξαιρετικά σπάνια λεπτομύτα, ο σφηκιάρης, ο πετρίτης, ο φιδαετός, ο στικταετός, ο χρυσαετός, ο σπιζαετός, ο βασιλαετός, ο κραυγαετός, το όρνιο είναι μερικά από τα είδη που συναντιούνται εκεί.  Σήμερα ο Καλαμάς, δίνει ζωή σε μια μεγάλη έκταση, ποτίζοντας καλλιέργειες και δημιουργώντας βιότοπους-πολύτιμα καταφύγια για τα άγρια ζώα και τα φυτά. Οι κοίτες του ποταμού είναι γεμάτες πλατάνια που παραχωρούν τη θέση τους στα αρμυρίκια, στις δενδρώδεις γαλατσίδες και στα αγριοκάλαμα.  Ακόμη και με τις παρούσες εισροές στον ποταμό (γεωργοκτηνοτροφικά απόβλητα, αστικά και ημιαστικά λύματα, απορρίψεις κ.α.), ο Καλαμάς διατηρεί σε μεγάλο βαθμό την ανανεωτική του ικανότητα, αποφεύγοντας την παρουσία ευτροφικών συνθηκών στο μεγαλύτερο τμήμα του. Σε μη ευνοϊκές όμως υδρολογικές συνθήκες (χαμηλή ταχύτητα ροής, υψηλές θερμοκρασίες) οι τάσεις ευτροφισμού εντείνονται, δημιουργώντας ποιοτική υποβάθμιση και ελάττωση της αισθητικής αξίας του οικοσυστήματος.
ΤΑ ΓΙΟΦΥΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΑΜΑ
Η περιοχή των Στενών Καλαμά έχει σημαντικά υπολείμματα βυζαντινής κληρονομιάς. Στους βυζαντινούς χρόνους ο Καλαμάς συνέχιζε να συγκεντρώνει τις ανθρώπινες οικιστικές δραστηριότητες (Σαγιάδα, Ηγουμενίτσα, Οσδίνα, Βροσίνα, Βελτσίστα, Οπάγια κ.λ.π.). Ένα μεγάλο δίκτυο δρόμων και μονοπατιών έκανε αναγκαία την ύπαρξη πολλών διαβάσεων σ’ όλο το μήκος του ποταμού. Στη Ρωμαϊκή εποχή από την περιοχή των εκβολών περνούσε ο μεγάλος δρόμος που ένωνε την Απολλωνία με τη Νικόπολη και υποθέτουμε την ύπαρξη μεγάλης γέφυρας δίπλα στη Μαστιλίτσα. Από τότε  το μεγάλο μήκος, αλλά κυρίως το βάθος του ποταμού έκανε απαγορευτική τη γεφύρωσή του στο νότιο τμήμα. Το μεγαλύτερο γεφύρι βρίσκεται σήμερα (γκρεμισμένο) στην περιοχή Νεράιδας (Μενίνας) του νομού Θεσπρωτίας και έφερε τέσσερα τουλάχιστον τόξα. Στην έξοδο του φαραγγιού κάτω από την Οσδίνα (περιοχή Μπολιάνας) βρίσκονται οι βάσεις του μεγαλύτερου ζευκτού γεφυριού του Καλαμά (με πέτρινες κολώνες και ξύλινο οδόστρωμα). Αντίστοιχο γεφύρι – σε μικρότερο μέγεθος – υπάρχει στη Λαγγάβιτσα δίπλα στη μονή της Αγίας Μαρίνας. Τα υπόλοιπα γεφύρια του Καλαμά, πολλά από τα οποία σώζονται ως σήμερα σε καλή κατάσταση είναι τα τοξωτά. Γκρεμισμένα μονότοξα και πολύτοξα γεφύρια, ίχνη πόλεων και ακροπόλεων μαρτυρούν ένα σφιχτό οικιστικό πλέγμα δίπλα στο ποτάμι, μέσα στους αιώνες, Γιτάνη, Φανωτή, Ράι, Οσδίνα. Το ποτάμι ήταν πλωτό τουλάχιστον μέχρι την αρχαία Γιτάνη που βρίσκεται κοντά στο Ράγιο στο σημείο που δέχεται τα νερά του Καλπακιώτικου. 
ΟΙ ΕΚΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΚΑΛΑΜΑ
Στους μέσους χρόνους, το αρχαίο όνομα  Θύαμις είχε ξεχαστεί και τη θέση του πήρε ο Καλαμάς, από τα καλάμια που φύτρωναν στις βαλτώδεις εκβολές του. Στο Δέλτα του ποταμού, ανάμεσα από Σαγιάδα, Ράγιο και Ηγουμενίτσα απλώνεται εύφορη γη σχηματισμένη από αιώνων προσχώσεις. Η περιοχή των εκβολών κατά την αρχαιότητα ήταν ένας τεράστιος βαλτότοπος, που κάλυπτε όλη την περιοχή από την Ηγουμενίτσα έως την Σαγιάδα. Ο Καλαμάς πρέπει να είχε 4 βασικές κοίτες. Εκεί έβοσκαν αναρίθμητα γουρούνια και άγρια άλογα. Τη δεκαετία του ‘60 γίνονται εκτεταμένα αποστραγγιστικά έργα και αλλαγή της κοίτης του Καλαμά βορειότερα για να σταματήσουν οι συχνές πλημμύρες. Η περιοχή έπαψε να βαλτώνει και το μεγάλο φράγμα του ποταμού κοντά στη Γιτάνη αρδεύει από την δεκαετία του ‘60, 25.000 στρέμματα, μεταβάλλοντας τον άλλοτε φτωχό και ξερικό κάμπο σε παράδεισο καλλιεργειών κυρίως εσπεριδοειδή και τριφύλλι.