Στο πνεύμα της Εβδομάδας τῶν Παθῶν: Μεγάλη Τετάρτη

Η Μεγάλη Τετάρτη είναι αφιερωμένη στην αμαρτωλή γυναίκα (Λουκ. 7,47), που μετανιωμένη άλειψε τα πόδια του Κυρίου με μύρο και συγχωρήθηκε για τα αμαρτήματά της, γιατί έδειξε μεγάλη αγάπη και πίστη στον Κύριο. Ψάλλεται το περίφημο τροπάριο (δοξαστικό) της υμνογράφου μοναχής Κασσιανής.  Το ιστορικό, όπως περιγράφεται από τους βυζαντινούς χρονικογράφους Συμεών Μάγιστρο,

Ιωάννη Ζωναρά και Λέοντα Γραμματικό, αναφέρει πως η μητέρα του αυτοκράτορα Θεόφιλου, ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση για την εκλογή νύφης, προσκάλεσε το 820 μ.Χ. στην Αυλή τις ωραιότερες και επιφανέστερες κόρες της αυτοκρατορίας. Δώδεκα «κάλλιστοι παρθέναι» ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση και κατέφθασαν στο Παλάτι. Μετά την υποδοχή τους από τη μητέρα του αυτοκράτορα, η μητέρα του Ευφροσύνη του έδωσε εντολή να δώσει το χρυσό μήλο σε εκείνη που θα επέλεγε για σύζυγό του. Ο νεαρός αυτοκράτωρ θαμπώθηκε από την ομορφιά της Κασσιανής και θέλοντας να δοκιμάσει την ευφυΐα της τη ρώτησε: «Ως άρα διά γυναικός ερρύη τα φαύλα» δηλαδή ότι «από τη γυναίκα ξεκινούν τα κακά πράγματα», υπονοώντας την Εύα και το προπατορικό αμάρτημα. Όμως η Κασσιανή αποστόμωσε τον Θεόφιλο ανταπαντώντας του «αλλά και διά γυναικός πηγάζει τα κρείττω», δηλαδή ότι «και από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλύτερα, τα ευγενέστερα», υπονοώντας την Παναγία και τη γέννηση του Χριστου.
Η απάντηση κακοφάνηκε στον αυτοκράτορα, που αποφάσισε να «τιμωρήσει» την Κασσιανή δίνοντας το χρυσό μήλο στην ωραία, αλλά σεμνή Θεοδώρα.Το Τροπάριο της ΚασσιανήςΚύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρκάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοιςὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσουςτίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.