Οι ηλικιωμένοι γνωρίζουν την ύπαρξη και τη λειτουργία των παλαιών νερόμυλον στη Θεσπρωτία. Πώς λειτουργούσε ένας παλαιός μύλος; Το νερό ξεκινούσε από πηγές. Φυσικά, ο μυλαύλακας
δεν ήταν από μπετόν, ούτε από σωλήνες. Όταν ξεκινούσε κάθε χρόνο ο
νερόμυλος τη λειτουργία του οι μυλωνάδες με δική τους φροντίδα και
εργασία έπρεπε να τον καθαρίσουν πριν ακόμη έρθουν τα πρωτοβρόχια. Τα
καλοκαιρινά ξηρά χόρτα, οι μικροί θάμνοι, τα υδροχαρή χόρτα, το μόλωμα
και οι οποιεσδήποτε φερτές ύλες έπρεπε να απομακρυνθούν, ώστε η ροή του
νερού να είναι απρόσκοπτη. Έπρεπε, όμως, να περιορίσουν και τις τυχόν
διαρροές νερού. Πριν από τον νερόμυλο τοποθετούσαν μέσα στον μυλαύλακα μια καλαμωτή, η
οποία δεν επέτρεπε να περνούν στις κάναλες του μύλου χόρτα και άλλα
φερτά αντικείμενα που θα δημιουργούσαν προβλήματα. Μετά την καλαμωτή αυτή υπήρχε η τσακίστρα, η οποία
έδινε τη
δυνατότητα στους μυλωνάδες να εκτρέπουν όλο το νερό του
μυλαύλακα εκτός αυτού. Στην περίπτωση αυτή το νερό οδηγούνταν πάλι στον
μυλαύλακα μετά τον νερόμυλο, ακολουθώντας μια σύντομη και διαφορετική
πορεία. Αυτό γινόταν στην περίπτωση που οι μυλωνάδες ήθελαν να
«σφυρίσουν» τις μυλόπετρες και σε όποια άλλη περίπτωση έκριναν αυτοί.
Στη συνέχεια το νερό έμπαινε σε δύο μεταλλικά κανάλια για να οδηγηθεί
στο εσωτερικό του μύλου, που ήταν μερικά μέτρα χαμηλότερα, για να δώσει
την κίνηση στις μυλόπετρες, οι οποίες περιστρέφονταν και συνέθλιβαν το
καλαμπόκι ή το σιτάρι που έπεφτε από το κασόνι ανάμεσα από την πάνω
περιστρεφόμενη πέτρα και την κάτω σταθερή. Ο μύλος διέθετε δύο ζευγάρια (μάτια) από μυλόπετρες. Οι δύο
ήταν μεγαλύτερες και οι δύο μικρότερες, στρογγυλές και λαξευμένες από
μία ενιαία πέτρα. Αυτά
τα τεμάχια, όμως, με την πολύχρονη περιστροφή της μυλόπετρας έχαναν τη
μεταξύ τους επαφή και «έπαιζαν» με αποτέλεσμα να ταλαιπωρούνται αρκετά
οι μυλωνάδες. Ώσπου κάποιος άλλος τους έδωσε τη λύση. Έβαζαν λεπτές σφήνες από ξύλο μελικοκιάς στα κενά. Οι σφήνες φούσκωναν
από τη συνεχή υδατόπτωση και το πουρί που δημιουργούνταν από το αλεύρι
και στερέωναν τα κομμάτια από τις μυλόπετρες. Κάθε εβδομάδα οι μυλωνάδες
κάτω από το φως του λυχναριού με πολλή υπομονή σφυρηλατούσαν τις
μυλόπετρες. Η αμοιβή των μυλωνάδων γινόταν σε είδος. Αυτή λεγόταν ξάγι.
Ανάλογα με την ποσότητα του αλέσματος –καλαμποκιού ή σιταριού– που
έφεραν για να γίνει άλεσμα, έπαιρναν δικαιωματικά και οι μυλωνάδες την
ποσότητα που τους αναλογούσε. Ο μυλωνάς μετρούσε το ξάγι με την ξαγιέρα. Ήταν από λαμαρίνα (πάφλα)
ανοιχτή από τη μπροστινή πλευρά, κατά το μισό ανοιχτή από την πάνω
πλευρά για να παίρνει το άλεσμα και από το πίσω μέρος είχε μεγάλη λαβή.
Χωρούσε μία οκά. Όταν τα αλέσματα ήταν πολλά, όταν είχε δηλαδή μπασίδι, όπως
έλεγαν, οι μυλωνάδες ειδοποιούσαν τους ενδιαφερόμενους να τα παραλάβουν
πριν νυχτώσει, για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος ήταν λειτουργικός και
αφορούσε την έλλειψη χώρου, γιατί έφερναν συνεχώς νέα τσουβάλια για
άλεσμα. Ο δεύτερος λόγος ήταν ουσιαστικός· οι κλέφτες –ιδιαίτερα τη
δεκαετία 1940-1950– καιροφυλακτούσαν πότε θα γεμίσει ο μύλος με τα
αλέσματα. Είχαν δικούς τους καταδότες, οι οποίοι τους ενημέρωναν, όταν ο
μύλος είχε μπασίδι.