Ιστορικές αναπολήσεις μπροστά στην προτομή του Ηπειρώτη μεγάλου δάσκαλου του Γένους Γεώργιου Γεννάδιου

Βρεθήκαμε μπροστά στην προτομή του Ηπειρώτη μεγάλου δάσκαλου του Γένους Γεώργιου Γεννάδιου. Στο χωριό του, στα Δολιανά Πωγωνίου. Και οι ιστορικές αναπολήσεις πολλές. Η καταγωγή του  ήταν από εκεί, γεννήθηκε όμως στη Σηλυβρία της Θράκης.  Οι γονείς του, ο ιερέας Αναστάσιος και η σύζυγός του Σωσάννα, έφυγαν από την περιοχή του Καλπακίου, λόγω των πιέσεων που ασκούσαν  οι Τούρκοι στους χριστιανούς. Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στον τόπο καταγωγής του, στα Δολιανά, και επέστρεψε στα Ιωάννινα, όπου άρχισε το δεύτερο κύκλο των σπουδών του. Το 1797, σε ηλικία
έντεκα ετών, ο Γεννάδιος στάλθηκε σε θείο του ηγούμενο σε μοναστήρι του Βουκουρεστίου. Ο θείος του, τον υποδέχτηκε με πατρική στοργή και τον βοήθησε σε όλα. Τον έβαλε στην ονομαστή "Αυθεντική Σχολή" που είχε διευθυντή της, τον ζαγορίσιο δάσκαλο Λάμπρο Φωτιάδη. Ο Γεννάδιος δεν άργησε και σ'αυτή την ανώτερη εκπαιδευτική εστία να διακριθεί, με το λόγο και το ήθος του. Το 1804 ξεκίνησε τις σπουδές του στη φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας κοντά στον Ερνέστο Ουέβερο (Wilhelm Ernst Weber) και, όταν τις ολοκλήρωσε το 1814, επέστρεψε στο Βουκουρέστι.  Στα 1815 τη διεύθυνση της "Αυθεντικής Σχολής" ανέλαβε ο περίφημος Νεόφυτος Δούκας, ο οποίος και προσέλαβε τον Γεννάδιο σαν ισότιμο δάσκαλο μαζί του. Εκεί γνωρίστηκε και ανέπτυξε βαθιά φιλία με το Χριστόδουλο Κλωνάρη και τον Ιωάννη Μακρή. Ο Γεννάδιος φεύγει απο την "Αυθεντική Σχολή" και ιδρύει με τον Ιωάννη Μακρή, δάσκαλο από τα Αμπελάκια του Πηλίου, την δικιά τους Σχολή. Μαζί με τον τελευταίο, το 1817, αναχώρησε για την Οδησσό, ύστερα από πρόσκληση της εκεί ελληνικής κοινότητας και του Ιωάννη Καποδίστρια για την οργάνωση της ελληνοεμπορικής σχολής. Το 1820 ο Γεννάδιος επέστρεψε στο Βουκουρέστι, όταν ο ηγεμόνας Αλέξανδρος Σούτσος τον κάλεσε μαζί με τον Κωνσταντίνο Βαρδαλάχο και το Γεώργιο Κλεόβουλο, για να προσφέρει τις γνώσεις και την εμπειρία του στην αναδιοργάνωση της Σχολής του Βουκουρεστίου. Μυημένος στη Φιλική Εταιρία, αναλαμβάνει τον ιερό ρόλο να προετοιμάσει τους μαθητές του για τον αγώνα αποτίναξης του τουρκικού ζυγού. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του μαθητή του Αλεξάνδρου Ρίζου Ραγκαβή (1809-1892) ότι: «…και μας ωμίλησε περί της τύχης της Ελλάδος, ήτις ην άλλοτε η μήτηρ της δόξης και της ελευθερίας, επ’ εσχάτων δε κατέκειτο δούλη περιφρονουμένη, και ηυχήθη, μέχρις ου δάκρυα ανέβλησαν εις τους οφθαλμούς του…». Μετά την ήττα των Ιερολοχιτών στο Δραγατσάνι, κατέφυγε αρχικά στην Οδησσό και στη συνέχεια στη Δρέσδη, όπου και εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος έως το 1824. Η δράση του, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, υπήρξε πολυσχιδής. Κεντρικός άξονας παρέμενε πάντα η ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας και εκπαίδευσης. Παρά ταύτα, ακολουθώντας τον επιστήθιο φίλο του γάλλο φιλέλληνα και στρατιωτικό Φαβιέρο (Charles Fabvier), συμμετείχε στην ατυχή εκστρατεία στην Κάρυστο το 1826. Σημαντικότερη πάντως έχει κριθεί η συμβολή του στα γεγονότα του Ναυπλίου (Ιούνιος 1826), όταν με την παρέμβασή του αποσοβήθηκε ο κίνδυνος αναρχίας και ανυπακοής προς τις Αρχές από απλήρωτους Σουλιώτες και Ρουμελιώτες, δυσαρεστημένους στρατιώτες και καταπτοημένους αμάχους, στων οποίων τις ανάγκες αδυνατούσε να ανταποκριθεί το δημόσιο ταμείο. Την κατάσταση αποφόρτισε η ομιλία του Γενναδίου στον πλάτανο της κεντρικής πλατείας του Ναυπλίου, όπου παρότρυνε το συγκεντρωμένο πλήθος να βοηθήσει από το υστέρημά του και έδωσε πρώτος το παράδειγμα. “Η πατρίς καταστρέφεται, ο αγών ματαιούται, η ελευθερία εκπνέει. Απαιτείται βοήθεια σύντονος. Πρέπει οι ανδρείοι αυτοί (οι ήρωες – πρόσφυγες του Μεσολογγίου), οίτινες έφαγον πυρίτιν και ανέπνευσαν φλόγας, και ήδη αργοί και λιμώττοντες μας περιστοιχίζουσιν σπεύσωσιν όπου νέος κίνδυνος τους καλεί. Προς τούτο απαιτούνται πόροι και πόροι ελλείπουσιν. Αλλ΄αν θέλωμεν να έχωμεν πατρίδα, αν ήμεθα άξιοι να ζώμεν άνδρες ελεύθεροι, πόρους ευρίσκομεν. Ας δώσει έκαστος ό,τι έχει και δύναται. Ιδού η πενιχρή εισφορά μου. Ας με μιμηθεί όστις θέλει!” (εκκένωσε κατά γής το ισχνόν του βαλάντιον, το μόνον προϊόν των επιπόνων οικονομιών του). “Αλλ’ όχι! Η συνεισφορά αύτη είναι ουτιδανή! Οβολόν άλλον δεν έχω να δώσω, αλλ΄ έχω εμαυτόν και ιδού τον πωλώ! Τις θέλει διδάσκαλον επί τέσσερα έτη δια τα παιδία του; Ας καταβάλη το τίμημα!” Ο Κολοκοτρώνης αναφέρει ότι χάρις στη δική του οικονομική φροντίδα οργάνωση κι επάρκεια, πραγματοποιήθηκε η εκστρατεία του Γ.Καραϊσκάκη: "Ο γέρων Γεννάδιος, έκαμεν με τους λόγους του, ό,τι δεν ημπορέσαμεν ημείς να κάμωμεν με τα έργατα". Το 1829 ο Καποδίστριας του αναθέτει τη συγκρότηση της δημόσιας εκπαίδευσης και στο πρόσωπο του βρίσκει έναν πολύτιμο συνεργάτη. Του ανάθεσε μαζί με το Γρηγόριο Κωνσταντά και τον Ιωάννη Βένθυλο τη σύνταξη γραμματικής και ανθολογίας των εγκύκλιων μαθημάτων της ελληνικής γλώσσας, όπως και τη διδασκαλία και οργάνωση της Κεντρικής Σχολής της Αίγινας (1829) και του Ορφανοτροφείου. Από το 1835 μέχρι το θάνατό του υπηρέτησε ως Γυμνασιάρχης στο Α’ Γυμνάσιο Αθηνών, εποπτεύοντας παράλληλα και το αντίστοιχο Ελληνικό σχολείο. Φρόντισε παράλληλα και για την ίδρυση Δημόσιας Βιβλιοθήκης* συγκεντρώνοντας βιβλία και έντυπο υλικό, έθεσε δε τις βάσεις και του Νομισματικού Μουσείου.
  Αν και το ενδιαφέρον του ήταν εστιασμένο στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, δίδαξε και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών γενική ιστορία. Σύντομα ωστόσο παραιτήθηκε προκειμένου να αναλάβει και να οργανώσει τη Ριζάρειο Σχολή. Υπήρξε από τους ενθερμότερους ιδρυτές της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας και εργάστηκε ως διδάσκαλος στην Αρσάκειο. Ήταν επίσης και από τους θεμελιωτές και για ένα διάστημα αντιπρόεδρος της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Τέλος, ο Γεννάδιος συνέβαλε ουσιαστικά και στην ολοκλήρωση της ανοικοδόμησης του ναού της Ζωοδόχου Πηγής στην Αθήνα. Το 1838 αναγορεύτηκε επίτιμος Διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Λειψίας, τίτλος που δόθηκε για πρώτη φορά σε Έλληνα. Στο μεταξύ είχε παντρευτεί την Άρτεμη Μπενιζέλου, κόρη του Προκοπίου Μπενιζέλου της μεγάλης αθηναϊκής οικογένειας των Μπενιζέλων, και απέκτησε μαζί της 8 παιδιά (4 γιους και 4 κόρες), τα περισσότερα από τα οποία διακρίθηκαν στην πολιτική, στις τέχνες και στα γράμματα. Οταν πέθανε το 1854, σε ηλικία 68 χρονών, στην Αθήνα τιμήθηκε από το λαό σαν μια από τις διαπρεπέστερες μορφές του Αγώνα, της προοδευτικής παιδείας και των γραμμάτων.
Ο μεγάλος διδάσκαλος του Γένους, ευτύχησε μετά θάνατον το όνομα του, χάριν στο γιο του Ιωάννη Γεννάδιο, να μείνει για πάντα στη μνήμη των Ελλήνων. Ο Ιωάννης Γεννάδιος, τιμώντας τη μνήμη του πατέρα του, ονόμασε τη βιβλιοθήκη, που δώρησε στο Εθνος "Γεννάδειον" και αφιέρωσε τη μεγάλη συλλογή των βιβλίων του σε όλους όσους "της ημετέρας παιδείας μετέχουσι".