Ξεχάστηκαν τα ήθη και τα έθιμα του παραδοσιακού Θεσπρωτικού γάμου

Ξεχάστηκαν τα ήθη και τα έθιμα του παραδοσιακού Θεσπρωτικού γάμου. Πριν όμως καταγραφούν τα ήθη και τα έθιμα του Θεσπρωτικού γάμου, να σημειωθεί ότι ηλικία των γυναικών που ήταν κατάλληλη για παντρειά προσδιορίζονταν συνήθως γύρω στο 20ο έτος της ηλικίας τους, ενώ των αγοριών μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεών τους. Συνήθως οι περισσότεροι γάμοι τελούνταν μετά από συνοικέσια. Επιδίωξη  ήταν οι μελλόνυμφοι να
προέρχονται από το ίδιο χωριό. Κάποιος συγγενής της κοπέλας αναλάμβανε, εν αγνοία της, να μεταφέρει το μήνυμα σε κάποιον αντίστοιχο του γαμπρού. Αν απορρίπτονταν κρατιόνταν μυστικό για να μην εκτεθούν οι συγγενείς και η κοπέλα. Αν συμφωνούσαν το ανακοίνωναν στον άλλο υπεύθυνο του προξενιού και μετά το πληροφορούνταν οι μελλόνυμφοι και έπειτα το μάθαιναν και οι υπόλοιποι. Στη συνέχεια συναντιόταν οι γονείς και στενοί φίλοι των δύο μερών συνήθως στο σπίτι του γαμπρού για να συζητήσουν και να συμφωνήσουν το μέγεθος της προίκας. Πολύ παλιότερα,  συνέτασσαν και το προικοσύμφωνο. Μετά τον αρραβώνα και αφού τα είχαν συζητήσει στο προξενιό, συγγενείς του γαμπρού, πήγαιναν στο σπίτι της νύφης για να τα καταγράψουν τα συμφωνηθέντα σε χαρτί.
ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ
Ως προς τα ήθη και τα έθιμα, σύμφωνα και με την καταγραφή του Ηπειρωτικού Συνδέσμου Πειραιώς, προσκαλούνταν ο κόσμος προφορικά, δηλαδή δεν τυπώνονταν προσκλήσεις. Την Τετάρτη οι φίλες της νύφης πήγαιναν σπίτι της. Έκαναν στοίβα το προικιό (σε «γίκο»), δηλαδή διπλωμένα τα υφάσματα κλπ , το ένα πάνω στο άλλο. Κάτω - κάτω έβαζαν τα χοντρότερα και πιο πάνω τα λεπτότερα. Από πάνω γέμιζαν με μαξιλάρια, ενώ στο κάτω μέρος έβαζαν μαξιλάρια για άλλες χρήσεις που ήταν φτιαγμένα κεντημένα στον αργαλειό ή στο χέρι ή πλεχτά. Στα κρεβάτια άπλωναν τα κεντήματα, τα σεντόνια, τις μαξιλαροθήκες, τις πετσέτες τις ποδιές κ.α. Τα φορέματα τα τοποθετούσαν κρεμαστά. Ετοίμαζαν και τις πλεχτές κάλτσες (Τσιουρέπια) που προορίζονταν για δώρα στο σόι του γαμπρού. Μπορεί να ήταν 80-100-120 ζευγάρια, αναλόγως του πόσο μεγάλο ήταν στο σόι του. Στα χαρακτηριστικά των προκαθορισμένων διαδικασιών συγκαταλέγεται και «η κασέλα». Η κασέλα είναι ένα ξύλινο μακρόστενο, παραλληλόγραμμο κιβώτιο, με κάλυμμα που ανοιγόκλεινε, στο οποίο φύλασσαν τακτοποιημένα ρούχα και υφάσματα. Οι συγγενείς του γαμπρού ανέκαθεν την έπαιρναν μαζί με τα προικιά από τη νύφη, ως σχεδόν το 1955. Στην πάνω δεξιά μεριά (της στενής πλευράς) είχε ένα παταράκι, σαν κουτάκι, 7-8 εκατοστών πλάτους και ύψους που λέγονταν «παράκλα» και από την αριστερή πλευρά, ένα σανιδάκι καρφωμένο για να στηρίζει το κάλυμμα της κασέλας όταν ήταν ανοιχτή. Όταν η κασέλα σταμάτησε να αποτελεί μέρος της προίκας, αντικαταστάθηκε από καλοφτιαγμένη ντουλάπα. Την Πέμπτη έρχονταν οι συμπέθεροι (σόι του γαμπρού) για να πάρουν την προίκα. Αφού τα πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού, η μητέρα του έριχνε ρύζι και τα έκαναν πάλι στοίβα (γίκο). «Έστρωναν το κρεβάτι» και τακτοποιούσαν τα πράγματα στις θέσεις τους. Μόλις έστρωναν το κρεβάτι έριχναν πάνω ένα αγοράκι μικρό για να κάνει η νύφη αγόρι. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση ήταν να πάρουν πρώτα το συμφωνηθέν χρηματικό ποσό. Αν αυτό δεν παραλαμβάνονταν, μπορεί να χαλούσε και ο γάμος. Το βράδυ του Σαββάτου γίνονταν το γλέντι στην νύφη. Η οικογένεια του κάθε προσκεκλημένου έφερνε ένα «πόδι» κρέας πρόβειο (ένα τέταρτο του ζώου) και από ένα ταψί ψωμί. Μερικοί έφερναν και κρασί. Πριν έρθουν τα όργανα τραγουδούσαν με το στόμα οι άντρες και οι γυναίκες σε αντιφώνηση (μία φορά οι γυναίκες και μία οι άντρες). Τραγούδια καθιστικά περισσότερο. Όταν έλεγαν χορευτικό τραγούδι, το χόρευαν. Μετά έρχονταν τα όργανα. Έμπαιναν στο χορό ανά παρέες, συνήθως ανά οικογένειες. Άντρες και γυναίκες μαζί (πιο ελεύθερα όχι όπως στο πανηγύρι στον προκαθορισμένο διπλοκάγγελο ή τριπλοκάγγελο χορό). Ένας είχε την ευθύνη για να κρατά και να δίνει τη σειρά για το χορό. Άλλος ήταν υπεύθυνος για το φαγητό και λέγονταν κελαρτζής. Έκοβε το κρέας που έφερναν οι καλεσμένοι σε μερίδες και το τσιγάριζαν στο ταψί. Μετά έφτιαχναν το γνωστό γιαχνί. Πριν το φαγητό έρχονταν το συμπεθεριό (συγγενείς του γαμπρού) αποτελούμενο από 10-15 περίπου άτομα. Έστρωναν το τραπέζι και αφού τελείωναν το φαγητό τραγουδούσαν το τραγούδι «Σε τούτη τάβλα που ήμαστε» σε δύο παρέες, μία φορά η μία και μία φορά η άλλη. Το φαγητό το τοποθετούσαν 2 άτομα στα πιάτα. Πρώτα σερβίρονταν το ρύζι. Νέα παιδιά (5-6 άτομα) που φορούσαν καρό ασπροκόκκινη ποδιά (και λιγότερο μπλε άσπρο), κάθονταν στη σειρά και ο ένας έδινε στον άλλο το πιάτο, ώσπου να φτάσει στο τραπέζι. Εκεί κάποιος μεγαλύτερος είχε την ευθύνη σε ποιόν θα δοθεί , αναλόγως τη σειρά. Μόλις τελείωνε το πρώτο πιάτο, μάζευαν τα σκεύη και τα έπλεναν ώστε να χρησιμοποιηθούν στο δεύτερο πιάτο. Το ίδιο και στο τρίτο. Στο τέλος, στο τέταρτο, σερβίρονταν το κρέας. Έπιναν και κρασί ή ούζο. Χαρακτηριστικά ο κελαρτζής έλεγε ότι «δεν φτάνει το ένα, δεν φτάνει το άλλο», για να μην μεθύσουν. Ο γάμος γινόταν συνήθως μετά το μεσημεριανό, νωρίς το απόγευμα. Ένας λόγος ήταν ότι μετά θα γίνονταν τραπέζι στους προσκεκλημένους. Υπήρχαν οι περιπτώσεις που γίνονταν στέφανα και στο σπίτι. Αν ο γαμπρός ήταν από μακριά τα στέφανα γίνονταν στο μέρος της νύφης. Το πρωί της Κυριακής ετοιμάζονταν φαγητά για το μεσημέρι. Συνήθως ετοίμαζαν το παραδοσιακό γιαχνί και κρέας με ρύζι.  Μετά τα όργανα πήγαιναν στο γαμπρό. Όλο μαζί το συμπεθεριό (του γαμπρού) με τα όργανα πήγαιναν στο νουνό για να τον πάρουν.

Στο γάμο, ο βλάμης ήταν μεταξύ των πρώτων παρευρισκομένων. Σε χωριά της Θεσπρωτίας ο βλάμης πήγαινε στο σπίτι του γαμπρού με τη συνοδεία των οργάνων. που έστελνε ο γαμπρός. Σε όλη τη διάρκεια του γάμου ο βλάμης μαζί με το νουνό ήταν κοντά στο γαμπρό. Ο κόσμος που ήταν προσκεκλημένος στο γάμο (ψίκι) μαζί με το βλάμη και το γαμπρό ξεκινούσαν για το σπίτι της νύφης. Τα όργανα τραγουδούσαν στο δρόμο διάφορα τραγούδια. Όταν έφταναν στη νύφη έλεγαν το «Ξύπνα περδικ(λ)ομάτα μου κι ήρθα στο μαχαλά σου». Ο «Βλάμης» που ήταν φίλος του γαμπρού φορούσε στη νύφη τα παπούτσια τα νυφιάτικα που ήταν όμως δώρο του γαμπρού. Μετά πιάνοντας αγκαζέ τη νύφη από τη μία μεριά ο πατέρας και από την άλλη η μάνα έβγαιναν έξω από την πόρτα. Τότε γυρνούσε η νύφη προς την πόρτα και προσκυνούσε 3 φορές (έσκυβε λίγο). Η μάνα της έριχνε ρύζι και κουφέτα που είχε σ΄ ένα πιάτο και το έσπαγε στο έδαφος. Μετά την έπιαναν πάλι αγκαζέ 2 νέα άτομα, τα αδέλφια αν είχε ή στενός συγγενής. Τα όργανα έλεγαν το (αφήνω γεια μανούλα μου). Πολλοί έκλαιγαν γιατί έφευγε η νύφη από τους δικούς της. Όταν έφταναν στην εκκλησία την έπιαναν από δεξιά αγκαζέ ο γαμπρός και αριστερά ο νουνός. Αφού γίνονταν τα στέφανα ξεκινούσαν για το σπίτι του γαμπρού. Τα όργανα , τα νιόγαμπρα και όλοι οι συμπέθεροιΌταν έφταναν τα όργανα στο καινούριο σπίτι (του γαμπρού) έλεγαν το «έβγα κυρά-κυρά και πεθερά για να δεχτείς την πέρδικα». Έβγαινε η πεθερά με ένα πιάτο που περιείχε ρύζι και κουφέτα, τα οποία έριχνε πάνω στα νιόγαμπρα. Η νύφη με το τακούνι έσπαγε το πιάτο και μετά έμπαινε μέσα. Μετά έβαζαν τη νύφη στο χορό, σε διπλή σειρά με μέσα τις γυναίκες και έξω τους άντρες, ο γαμπρός χόρευε και κρατούσε για χορό όλους του άντρες και ανάλογα η νύφη τις γυναίκες. Κατόπιν οι συγγενείς της νύφης έφευγαν, για να γυρίσουν το βράδυ να συμμετάσχουν στη «χαρά». Όποιος είχε την οικονομική άνεση κρατούσε τα όργανα και για το βράδυ. Όπως γίνονταν το γλέντι στη νύφη το Σάββατο το βράδυ τα ίδια γίνονταν και στο γαμπρό την Κυριακή το βράδυ. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια του γλεντιού δίπλα από τη νύφη κάθονταν πάντα μια γυναίκα, που μπορεί να ήταν η αδερφή της (αν είχε) ή κάποια ξαδέρφη της.Στους αυστηρά προβλεπόμενους άγραφους κανόνες, ιδίως σε ότι αφορούσε, στη νύφη περιλαμβάνονταν και ο τρόπος που εκφωνούσε τους καινούριους συγγενείς «Πατέρα» τον πεθερό, «μάνα» τη πεθερά, «αφέντη» όλους τους άρρενες, «κυρά» όλες τις γυναίκες. Απαντούσε πάντα με το «όρσε» (ορίστε) όταν την καλούσαν και απαγορεύονταν να περάσει μπροστά από τους καθιστούς άντρες.