Δεν είναι κακό να έχουμε αγαθά, κακό είναι να τα χρησιμοποιούμε πάνω από το μέτρο...

Του αρχιμανδρίτη π. Λουκά Τσιούτσικα

Και πάλι ο Κύριος μας ομιλεί για το μεγάλο θέμα της σωτηρίας του ανθρώπου, και σαν σε πνευματικό τραπέζι μας παραθέτει, με τοευαγγελικό ανάγνωσμα, την παραβολή του Πλουσίου και του πτωχού Λαζάρου. Ήταν κάποιος πλούσιος που φορούσε ρούχα λαμπρά και πολυτελή και διασκέδαζε κάθε μέρα σε πλούσια τραπέζια. Ήταν και κάποιος φτωχός που ονομαζόταν Λάζαρος. Πεινασμένος, επιθυμούσε να χορτάσει με τα
ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Σχεδόν γυμνός, άρρωστος και γεμάτος πληγές, τις οποίες έρχονταν και έγλυφαν τα σκυλιά, ήταν πεταγμένος κοντά στην εξώπορτα του πλουσίου.
Ο πρώτος χαρακτηρίστηκε πλούσιος. Πλούσιος δε κατά την εποχή του Χριστού ονομαζόταν εκείνος που όχι μόνο είχε πολλά αγαθά (κτήματα, ρούχα, τροφές κ.λ.π.) αλλά και έλπιζε και στηριζόταν σε αυτά και όχι στο Θεό. Με αυτή δε την έννοια ήταν άπιστος (δεν είχε εμπιστοσύνη στο Θεό) και ασεβής. Αντίθετα, πτωχοί ονομάζονταν εκείνοι που όχι μόνο λίγα ή καθόλου υλικά αγαθά δεν είχαν, αλλά καθώς δεν είχαν που να ελπίσουν και που να στηριχθούν, είχαν για
μοναδικό τους στήριγμα και ελπίδα το Θεό. Έτσι και με αυτή την έννοια ήταν ευσεβείς. Γι’ αυτούς τα πάντα ήταν ο Θεός.
Τέτοιος πτωχός-ευσεβής, που είχε την ελπίδα του στο Θεό, ήταν και ο πτωχός Λάζαρος της σημερινής ευαγγελικής περικοπής. Εξ’ άλλου το όνομά του Λάζαρος αυτό φανερώνει. Λάζαρος στα Εβραϊκά σημαίνει «ο Θεός είναι βοηθός μου».
Και τι έγινε στη συνέχεια;
Πέθανε ο πτωχός και μεταφέρθηκε από τους αγγέλους στην αγκαλιά του Αβραάμ, δηλαδή στον παράδεισο. Πέθανε και ο πλούσιος και τάφηκε από τους ανθρώπους και η ψυχή του πήγε στον Άδη, στον τόπο της βασάνου, στην κόλαση. Καθώς δε βασανιζόταν, είδε από μακριά τον Αβραάμ με τον Λάζαρο στους κόλπους του και του φώναξε:
-Πάτερ Αβραάμ, κάνε έλεος και στείλε τον Λάζαρο να βουτήξει το άκρο του δακτύλου του στο νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου γιατί τυραννιέμαι σ’ αυτή τη φλόγα.
-Παιδί μου, απάντησε ο Αβραάμ, θυμήσου ότι συ απόλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου στην ζωή πάνω στη γη και ο Λάζαρος τα βάσανά, δηλαδή τη φτώχεια, την πείνα, την αρρώστια. Τώρα εδώ αναπαύεται και παρηγορείται, συ δε υποφέρεις. Και ακόμα, μεταξύ μας υπάρχει μεγάλο χάσμα, ώστε ούτε αυτοί που θέλουν να περάσουν από εδώ σε σας να μη μπορούν, ούτε και εκείνοι που είναι σε σας να μπορούν να περάσουν σε εμάς.
Τα λόγια αυτά του Αβραάμ αποτελούν, νομίζουμε, το κεντρικό σημείο της παραβολής και καλό είναι να τα προσέξουμε.
Κατ’ αρχήν ας πούμε ότι δεν κακίζεται ο πλούσιος για το ότι ήταν πλούσιος. Πλούσιος ήταν και ο Αβραάμ. Όμως πώς χρησιμοποίησε ο ένα ς τον πλούτο και πώς ο άλλος; Ο Αβραάμ ήταν άνθρωπος αγάπης. κοίταζε ποιος ξένος θα περάσει και έτρεχε να τον φιλοξενήσει. Έτσι αξιώθηκε να φιλοξενήσει τους τρεις αγγέλους, τύπο της Αγίας Τριάδος. Μάλιστα απέναντι στο Θεό ήταν τόσο γενναιόδωρος, ώστε δεν δίστασε να του προσφέρει και τον μονάκριβό του γιό. Αντίθετα ο πλούσιος της παραβολής ήταν τόσο ανάλγητος και ανελεήμων ώστε δεν έδινε ούτε ένα κομμάτι ψωμί, σ’ αυτόν που ήταν τόσο κοντά του και είχε τόσο ανάγκη, καθώς ήταν γυμνός, πεινασμένος και άρρωστος. Όμως τα λόγια του Αβραάμ μας επιτρέπουν ή μάλλον μας υποχρεώνουν να προχωρήσουμε κάπως περισσότερο.
Βλέπουμε να προβάλλεται ως αιτία των βασάνων του πλουσίου στον Άδη η απόλαυση των αγαθών στη ζωή αυτή, ενώ ως αιτία της αναπαύσεως και μακαριότητας του Λαζάρου, ο πόνος και τα βάσανα που υπέφερε στην επίγεια ζωή του. Δηλαδή δεν είναι κακό τα υλικά αγαθά αλλά η απόλαυση. Δεν είναι κακό (θα λέγαμε είναι ευλογημένο) το να έχουμε κάποια αγαθά (λίγα ή πολλά είναι αδιάφορο) και να τα χρησιμοποιούμε για τις προσωπικές μας ανάγκες ή της οικογένειάς μας ή και των συνανθρώπων μας. Κακό είναι το να τα χρησιμοποιούμε πάνω από το μέτρο που είναι η ανάγκη, το να τα χρησιμοποιούμε για απόλαυση, για ηδονή.
Η βασική αρρώστια από την οποία πάσχει η ψυχή του ανθρώπου εξ αιτίας της απομακρύνσεώς της από ον Θεό είναι η φιλαυτία, η επιδίωξη της δικής του ευχαρίστησης, η ιδιοτέλεια, ενώ υγεία της ψυχής είναι η αγάπη, που χωρίς να ζητά τίποτε για τον εαυτό της θυσιάζεται για τον άλλο. Και ακριβώς οι διάφορες ηδονές τρέφουν και μεγαλώνουν την φιλαυτία και τα διάφορα παρακλάδια της· τη φιληδονία, τη σαρκολατρεία, τη γαστριμαργία, τη φιλοδοξία και τα παρόμοια. Έτσι μας καθιστουν ακάθαρτους ψυχικά και σωματικά, σαρκικούς, ανίκανους και ακατάλληλους να δεχθούμε το Πνεύμα του Θεού και τον αγιασμό του, τον παράδεισο, τη σωτηρία.
Αντίθετα, οι πόνοι και τα βάσανα, όταν τα δεχόμαστε σωστά, δηλαδή με υπομονή και ευχαριστία, μαραίνουν τα πάθη, μαλακώνουν την καρδιά, ταπεινώνουν το φρόνημα και καθιστούν την ψυχή κατάλληλη να δεχθεί τη χάρη του Θεού και να ζει στον παράδεισο. Ο πόνος μας λέει ο άγ. Μάξιμος Ομολογητής, θανατώνει την ηδονή που είναι μητέρα του (πνευματικού κυρίως) θανάτου.
Έτσι μπορούμε να καταλάβουμε γιατί αυτοί που έχουν πάρει στα σοβαρά το θέμα της σωτηρίας τους, οι ασκητές, αποφεύγουν τις διάφορες ευχαριστήσεις και ηδονές, υποβάλλονται σε στερήσεις και κακοπάθειες και υπομένουν ευχαρίστως τις ταλαιπωρίες που θα επιτρέψει ο Θεός να έλθουν στη ζωή τους. Νηστεύουν ενώ θα μπορούσαν να τρώνε, αγρυπνούν ενώ θα μπορούσαν να κοιμούνται, κοπιάζουν ενώ θα μπορούσαν να κάνουν ξεκούραστα τις δουλιές τους κ.τ.λ..
Κάποιος ασκητής μόναζε στην έρημο και η απόσταση που περπατούσε για να παίρνει το νερό ήταν πολύ μεγάλη. Κάποτε σκέφτηκε και είπε· «τι χρειάζεται αυτός ο κόπος; Θα έλθω να μείνω κοντά στο νερό». μόλις το είπε γυρνά και βλέπει κάποιον να τον ακολουθεί και να μετρά τα βήματά του.
-Ποιος είσαι; τον ρώτησε.
-Άγγελος Κυρίου, απάντησε. Στάλθηκα για να μετρήσω τα βήματά σου και να σου δώσω τον μισθό σου.
Όταν τ’ άκουσε αυτά ο γέροντας έγινε προθυμότερος και πήγε και έμεινε ακόμα πιο μακριά στην έρημο.
Η σημερινή παραβολή αποτελεί μια παρηγοριά και μια προτροπή. Μας λέει· όσα πολλά και μεγάλα βάσανα κι’ αν έχετε, μη στενοχωρήστε και μη αποκάμνετε. Αυτά σας ετοιμάζουν για τη χαρά του παραδείσου. Αρκεί να τα σηκώνετε με υπομονή και ευχαριστία. Αποτελεί όμως και μια προτροπή. Μη παρασύρεστε από το κοσμικό φρόνημα και τα συνθήματα τύπου «φάγε, πίε, ευφραίνου, απόλαυσε». Μισήσατε τις απολαύσεις της παρούσας ζωής που είναι προσωρινές και οδηγούν στον αιώνιο πνευματικό θάνατο και την αιώνια κόλαση. Αγαπήσατε ως φάρμακο της ψυχής τις κατά Θεόν κακοπάθειες, οι οποίες ήδη από την παρούσα ζωή συνοδεύονται από θεϊκή παρηγοριά, μετά δε το θάνατο δίνουν τη θέση τους στην αιώνιο ανάπαυση και τη χαρά της βασιλείας του αγίου Τριαδικού Θεού, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.