Ο Άγιος Βλάσιος Ηγουμενίτσας εόρτασε τον δικό του άγιο

Ο Άγιος Βλάσιος Ηγουμενίτσας εόρτασε τον δικό του άγιο. Τον Αναστάσιο τον Γουναρά, τον εξ Αγίου Βλασίου. Παραμονή της εορτής, έγινε λιτάνευση της εικόνας του στους δρόμους του χωριού. Ωραίο και ευλογημένο το σκηνικό, η εικόνα του αγίου και μέσω αυτής (πνευματικό τω τρόπω) ο ίδιος ο άγιος να... κυκλοφορεί στους δρόμους του χωριού του. Στον εσπερινό το θείο λόγο κήρυξε ο ηγούμενος της Μονής Γηρομερίου Μεθόδιος Ντελής. Ανήμερα της εορτής τελέστηκε θεία λειτουργία. Και ο εσπερινός και η θεία λειτουργία περιελάμβαναν αρτοκλασία. Ο ένδοξος ιερομάρτυς του Χριστού Αναστάσιος γεννήθηκε περί τα τέλη του 17ου με αρχές του 18ου αιώνος μ.Χ. Τότε το
χωριό του λεγόταν Σούβλιαση (αργότερα μετονομάστηκε σε Άγιο Βλάσιο). Δεν γνωρίζουμε κάτι σχετικό με την παιδική και νεανική του ηλικία. Αργότερα έγινε κληρικός στην Κωνσταντινούπολη. Μία μέρα ενώ  μετέβαινε στην αγορά, πέρασε έξω από το Γενί-Τζαμί και βλέποντας στα σκαλοπάτια έναν εξομώτη, πρώην ιερομόναχο, να διδάσκη τους Τούρκους, πόνεσε με την καρδιά του και στάθηκε εκεί παρατηρώντας τον αναλογιζόμενος από ποιό ύψος της αληθείας του Χριστού εξέπεσε και κατακρημνίσθηκε σε τέτοιο βάθος σκοτισμού, όπως ο πατέρας του κακού, ο Εωσφόρος. Βλέποντας τον Αναστάσιο να στέκεται σκεπτικός, οι διερχόμενοι Τούρκοι, του είπαν με την συνηθισμένη τους βαρβαρότητα. «Μπρε, παππά, βλέπεις αυτόν τον Σέχη; Και αυτός παππάς ήταν και γνώρισε την πίστη μας και έγινε Τούρκος. Έλα κι εσύ να γίνης Τούρκος για να κερδίσης τον Παράδεισο. Αυτά και άλλα παρόμοια έλεγαν οι Αγαρηνοί. Ο  άγιος Αναστάσιος άνοιξε το ευλογημένο του στόμα και τους απάντησε με λόγια σκληρά όμως αληθινά. «Ω τυφλοί και πλανεμένοι, τι τον ακούτε; Αυτά που σας λέει είναι όλα ψέματα. Εσείς, που είστε Τούρκοι από τους προγόνους σας, αυτόν τον σαπρόγερο βάλατε να σας διδάξει την πίστη; Αυτόν που τον εγκατέλειψε ο Θεός για την πολλή του κακία και αρνήθηκε την πίστη του, τώρα στα γεράματα; Που γνωρίζει την πίστη σας αυτός που ακόμη δεν γιατρεύτηκε από το σουνέτισμα; Κρίμα στη γνώση σας και λέτε ότι έχετε και πίστη». Αφού είπε αυτά και ακόμη περισσότερα με μεγάλη τόλμη και θάρρος στην τουρκική γλώσσα, σιώπησε. Οι Αγαρηνοί ακούγοντάς τα, όρμησαν καταπάνω του με μίσος και αρπάζοντάς τον, τον παρουσίασαν στον Κατή και από εκεί στον Βεζύρη. Ο Αναστάσις είπε και σ' αυτούς τα ίδια λόγια γι' αυτό και απεφάσισαν να εξορισθή στο νησί της Χίου. Όταν λοιπόν επρόκειτο να τον ανεβάσουν στο πλοίο για την εξορία, φλεγόμενος από τον πόθο του μαρτυρίου, με φρόνιμο τρόπο τους ξεγέλασε και τον έφεραν πάλι μπροστά στον Βεζύρη, στον οποίο είπε τα εξής: «Ενδοξότατε αφέντη, για ποιό λόγο με στέλνεις στην εξορία; Επειδή σου είπα την αλήθεια; Μάλλον να με τιμήσης θα έπρεπε και όχι να με εξορίσεις. Αλλά εσείς δεν θέλετε να ακούσετε την αλήθεια, γι’ αυτό και έχετε αυτούς τους τυφλούς και πλανεμένους να σας διδάσκουν». Τόσο έντονα χλεύασε την θρησκεία των Τούρκων και εκύρηξε την πίστη των Χριστιανών. Μη μπορώντας να αντέξουν τον έλεγχο αυτής της φωνής της αληθείας, κατά διαταγή του Μουφτή, έστειλαν και τον απεκεφάλισαν μπροστά στο Γενί-Τζαμί. Έτσι ο τρισμακάριστος Αναστάσιος έλαβε τον στέφανο του μαρτυρίου, που με τόση λαχτάρα ποθούσε και η αγία του ψυχή πέταξε για να μεταβή κοντά στον Σωτήρα Χριστό, που από την παιδική του ηλικία αγάπησε. Ήταν η 8η Ιουλίου του 1743 μ.Χ. Μετά την αποτομή της τιμίας αυτού κεφαλής, φως ουράνιο παρουσιάστηκε τη νύκτα πάνω από το άγιο λείψανο του ιερομάρτυρος και έγινε αντιληπτό από τους φρουρούς που το εφύλαγαν, καθώς και από όσους πέρασαν από εκεί, Χριστιανούς και Τούρκους και όλοι εθαύμασαν για το παράδοξο θέαμα.