Βούλγαροι καλαντζήδες στη Θεσπρωτία!

Ιστορική διαδρομή στους καλαντζήδες της Μουργκάνας...
Από τη Θεσπρωτία, και μάλιστα από τα χωριά των Ελληνοαλβανικών συνόρων της Μουργκάνας (Άγιοι Πάντες, Άγιος Νικόλαος, Τσαμαντάς, Βαβούρι), οι καλαντζήδες, που γάνωναν χαλκώματα,ξεχύνονταν σ' όλη την Ελλάδα, αλλά και στα Βαλκάνια.Αυτό παλαιώτερα. Με την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη από τη δεκαετία του 70, οι καλαντζήδες της Μουργκάνας
εξέλειψαν. Ωστόσο η παρατεταμένη οικονομική κρίση επαναφέρουν στο προσκήνιο παλιές συνήθειες. Κάτοικος χωριού της Θεσπρωτίας έλεγε: "Το φθινόπωρο, τον παλιό καιρό, νάσου οι καλαντζήδες,
καταφθάναν στα χωριά, με καταγωγή από τη Μουργκάνα, για να γανώσουν τα χαλκωματένια μαγειρικά σκεύη των νοικοκυράδων. Κατσαρόλες, κακάβια, ταψιά, δίνονταν για καλάϊσμα,
ώστε να γίνουν παστρικά. Θυμάμαι καλά τους καλαντζήδες να στήνουν το εργαστήρι τους σε αυλές και να τριγυρίζουν με τα καρβουνισμένα τσουβάλια : " Χαλκώματα γανώνωωωωωω!!!....". Τελευταία επανέρχονται στο προσκήνιο για τα λιγοστά πλέον χαλκώματα που χρησιμοποιούνται, όχι οι συμπαθείς καλαντζήδες της Μουργκάνας, αλλά Βούλγαροι ομότεχνοι περιδιαβαίνοντας τα χωριά". Τα νοικοκυριά δεν έχουν μεγάλη δυνατότητα πλέον για την τακτική αντικατάσταση των σκευών που διαθέτει η κουζίνα τους. Κάπως έτσι προκύπτει εκ νέου η ανάγκη για «καλάισμα» των παλιών μαγειρικών σκευών, ειδικά όσων είναι φτιαγμένα από χαλκό. Π Ο Βούλγαρος καλαντζής, που συναντήσαμε στον Άγιο Νικόλαο Φιλιατών, μαζί με τη γυναίκα του και τους δύο γιους του, μας είπε, σε σπαστά ελληνικά, ότι «είναι εύκολο πλέον να φτάσει κανείς από τη Βουλγαρία στην Ηγουμενίτσα, αφού η Εγνατία Οδός έχει συντομεύσει κατά πολύ τις αποστάσεις». Και πρόσθεσε: «Είμαι περίπου μια εβδομάδα εδώ και θα ξανάρθω μετά από καιρό».
Η διαδρομή στο χρόνο
Μέχρι τώρα ήταν γνωστό ότι οι κασσιτερωτές ή καλαντζήδες ή γανωτζήδες ή αλειφιάδες (έτσι αποκαλούνταν συνθηματικά μεταξύ τους) προέρχονταν από την περιοχή της Μουργκάνας, στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας. Οι πρώτοι καλαντζήδες εμφανίζονται στα μέσα του 18ου αι. στο Μπαμπούρι των Φιλιατών, γι' αυτό και ονομάστηκε «καλαντζομάνα». Από το Μπαμπούρι επεκτάθηκε η καλαντζήδικη τέχνη και σε άλλα χωριά της περιοχής της Μουργκάνας (Τσαμαντά, Πόβλα, Λειά, Λίστα, Γλούστα, Αγίους Πάντες, Ξέχωρο, Φατήρι, Λίμποβο) και σε μικρότερη έκταση στα υπόλοιπα χωριά της επαρχίας Φιλιατών. Στο ταξίδι τους διέσχιζαν όλη την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Και όσοι απ' αυτούς κουράζονταν από τα πήγαινε - έλα σταματούσαν και έμεναν μόνιμα σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, όπου και εξελίχτηκαν σε προοδευμένους επαγγελματίες. Παλιότερα υπήρχαν αρκετοί και στα Γιάννινα. Οι καλαντζήδες επικολλούσαν στα οξειδωμένα χάλκινα μαγειρικά σκεύη κασσίτερο (καλάι) και έτσι τα έκαναν κατάλληλα πάλι για οικιακή χρήση ορισμένου όμως χρόνου, αφού χρειάζονταν να «καλαϊστούν» ξανά, ώστε να είναι ακίνδυνα κατά το μαγείρεμα των φαγητών. Τα τελευταία χρόνια μέχρι τη Θεσπρωτία, και μάλιστα σε χωριά των Ελληνοαλβανικών συνόρων (Άγιοι Πάντες, Άγιος Νικόλαος, Τσαμαντάς, Βαβούρι) φτάνουν Βούλγαροι καλαντζήδες, και γανώνουν χαλκώματα. Είχε καταγραφεί και πέρυσι το γεγονός, καταγράφεται και φέτος. Μεταφέρουμε ρεπορτάζ από την ιστοσελίδα "Κάτοψη", που πριν μερικούς μήνες είχε αναφερθεί στο γεγονός.  Η οικονομική κρίση επαναφέρει στο προσκήνιο παλιές συνήθειες. Κάτοικος χωριού της Θεσπρωτίας έλεγε: "Το φθινόπωρο, τον παλιό καιρό, νάσου οι καλαντζήδες,
καταφθάναν στα χωριά, με καταγωγή από τη Μουργκάνα, για να γανώσουν τα χαλκωματένια μαγειρικά σκεύη των νοικοκυράδων. Κατσαρόλες, κακάβια, ταψιά, δίνονταν για καλάϊσμα, ώστε να γίνουν παστρικά. Θυμάμαι καλά τους καλαντζήδες να στήνουν το εργαστήρι τους σε αυλές και να τριγυρίζουν με τα καρβουνισμένα τσουβάλια : " Χαλκώματα γανώνωωωωωω!!!....". Τελευταία επανέρχονται στο προσκήνιο για τα λιγοστά πλέον χαλκώματα που χρησιμοποιούνται, όχι οι συμπαθείς καλαντζήδες της Μουργκάνας, αλλά Βούλγαροι ομότεχνοι περιδιαβαίνοντας τα χωριά". Η οικονομική κρίση που μαστίζει την χώρα μας, δεν αφήνει πολλά περιθώρια στα νοικοκυριά για την τακτική αντικατάσταση των σκευών που διαθέτει η κουζίνα τους. Κάπως έτσι προκύπτει εκ νέου η ανάγκη για «καλάισμα» των παλιών μαγειρικών σκευών, ειδικά όσων είναι φτιαγμένα από χαλκό. Πού θα βρει όμως κανείς εκείνους τους παλιούς καλούς καλαντζήδες που γύριζαν στα χωριά και κασσιτέρωναν τηγάνια, κατσαρόλες και ταψιά; Στην Ήπειρο το επάγγελμα έχει εκλείψει εδώ και καιρό. Έτσι λοιπόν, άρχισε η… εισαγωγή καλαντζήδων από τη Βουλγαρία! Το κόστος εξάλλου είναι σχετικά μικρό, αφού κυμαίνεται γύρω στα 5 ευρώ, ίσως και λίγο παραπάνω, ανάλογα με τη δουλειά. Και σίγουρα δεν συγκρίνεται με τα χρήματα που πρέπει να δώσει κανείς για να αγοράσει καινούρια σκεύη. Ο Βούλγαρος καλαντζής, που συναντήσαμε στον Άγιο Νικόλαο Φιλιατών, μαζί με τη γυναίκα του και τους δύο γιους του, μας είπε, σε σπαστά ελληνικά, ότι «είναι εύκολο πλέον να φτάσει κανείς από τη Βουλγαρία στην Ηγουμενίτσα, αφού η Εγνατία Οδός έχει συντομεύσει κατά πολύ τις αποστάσεις». Και πρόσθεσε: «Είμαι περίπου μια εβδομάδα εδώ και θα ξανάρθω μετά από καιρό».  Η διαδρομή στο χρόνο
Μέχρι τώρα ήταν γνωστό ότι οι κασσιτερωτές ή καλαντζήδες ή γανωτζήδες ή αλειφιάδες (έτσι αποκαλούνταν συνθηματικά μεταξύ τους) προέρχονταν από την περιοχή της Μουργκάνας, στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας. Οι πρώτοι καλαντζήδες εμφανίζονται στα μέσα του 18ου αι. στο Μπαμπούρι των Φιλιατών, γι' αυτό και ονομάστηκε «καλαντζομάνα». Από το Μπαμπούρι επεκτάθηκε η καλαντζήδικη τέχνη και σε άλλα χωριά της περιοχής της Μουργκάνας (Τσαμαντά, Πόβλα, Λειά, Λίστα, Γλούστα, Αγίους Πάντες, Ξέχωρο, Φατήρι, Λίμποβο) και σε μικρότερη έκταση στα υπόλοιπα χωριά της επαρχίας Φιλιατών. Στο ταξίδι τους διέσχιζαν όλη την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Και όσοι απ' αυτούς κουράζονταν από τα πήγαινε - έλα σταματούσαν και έμεναν μόνιμα σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, όπου και εξελίχτηκαν σε προοδευμένους επαγγελματίες. Παλιότερα υπήρχαν αρκετοί και στα Γιάννινα. Οι καλαντζήδες επικολλούσαν στα οξειδωμένα χάλκινα μαγειρικά σκεύη κασσίτερο (καλάι) και έτσι τα έκαναν κατάλληλα πάλι για οικιακή χρήση ορισμένου όμως χρόνου, αφού χρειάζονταν να «καλαϊστούν» ξανά, ώστε να είναι ακίνδυνα κατά το μαγείρεμα των φαγητών.