Νοθευμένη και πανάκριβη η βενζίνη στη Θεσπρωτία!

Ανύπαρκτοι έλεγχοι για την ποιότητα καυσίμων, σημαντικές φθορές στα οχήματα...
Ρεπορτάζ: Κώστας Τσώνης
Εδώ και αρκετά χρόνια, αναρωτιόμαστε για ποιο λογο τα καύσιμα στη Θεσπρωτία έχουν μια μέση τιμή, τουλάχιστον κατά 10 % μεγαλύτερη από την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά ακόμη και από γειτονικές περιοχές όπως τα Γιάννενα. Απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν δόθηκε από καμμία αρμόδια αρχή, ούτε από την πρώην Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση, ούτε από τη σημερινή Περιφερειακή Ενότητα. Οι νέες ρυθμίσεις του Υπουργείου, μπορεί να ορίζουν πλαφόν ανώτατης τιμής βενζίνης ανά περιοχές, αλλά δεν γίνεται σαφές για ποιο λογο στη Θεσπρωτία έχουμε
πάντοτε την ανώτατη τιμή, παρά το μικρότερο μεταφορικό κόστος συγκριτικά με άλλες περιοχές. Μια εξήγηση, είναι η ύπαρξη  και η λειτουργία του λιμανιού στην Ηγουμενίτσα. Ο όγκος των διερχόμενων οχημάτων από το λιμάνι της Ηγουμενίτσας, ήταν  πειρασμός για τους πρατηριούχους να λειτουργούν με ανεξέλεγκτες τιμές. Για να αποκομίσουν οι πρατηριούχοι μεγαλύτερα κέρδη από τους περαστικούς του λιμανιού, οι κάτοικοι της Θεσπρωτίας έχουν υποστεί τεράστια οικονομική επιβάρυνση όλα τα τελευταία χρόνια. Η εγκληματική πολιτική των μνημονιακών κυβερνήσεων, που αύξησαν την τιμή των καυσίμων κατά 80% την τελευταία τριετία, μειώνοντας παράλληλα τη δυνατότητα μεγαλύτερων κερδών για τους πρατηριούχους, ώθησε ένα σημαντικό δυστυχώς ποσοστό του κλάδου να προχωρήσει σε εμπόριο νοθευμένων καυσίμων, ώστε να επαναφέρουν το κέρδος τους στα προηγούμενα επίπεδα. Είτε αυτό γίνεται με συμπλήρωμα νερού στο καύσιμο, είτε σε διογκωτικές χημικές ουσίες που αυξάνουν την ποσότητα κατά 50%, και το αντίστοιχο κέρδος για τον πρατηριούχο και τον έμπορο, τα αποτελέσματα είναι ορατά στους οδηγούς μέσα από τις εκτεταμένες φθορές που προκαλούν στου κινητήρες. Αντλία βενζίνης, αισθητήρας καυσαερίων, καταλύτης, βαλβίδα ανακύκλωσης καυσαερίων, αλλά και ο ίδιος ο κινητήρας ενός οχήματος, μπορούν να υποστούν ζημιά ή ολοκληρωτική καταστροφή, προκαλώντας μεγάλη οικονομική ζημιά στους ιδιοκτήτες οχημάτων, πέρα από την αδικαιολόγητα υψηλή τιμή των καυσίμων.
Λόγω των ανύπαρκτων ελέγχων στους πρατηριούχους της περιοχής, δεν υπάρχουν αντίστοιχα στοιχεία, ώστε να τεκμηριώνεται και “επίσημα” η θλιβερή αυτή πραγματικότητα. Μια μικρή όμως δική μας έρευνα σε συνεργεία αυτοκινήτων της περιοχής, ήταν αποκαλυπτική. Σε ένα και μόνο συνεργείο της Ηγουμενίτσας, από την αρχή του έτους, (το πρώτο τρίμηνο δηλαδή) έχουν εμφανιστεί βλάβες λόγω νοθευμένων καυσίμων σε τουλάχιστον 50 οχήματα. Και αυτός είναι μικρός αριθμός, λόγω εποχής. Σύμφωνα με στοιχεία συνεργείων της περιοχής, τη θερινή περίοδο που η κατανάλωση καυσίμων είναι μεγαλύτερη- και ως εκ τούτου και το περιθώριο κέρδους- ο αριθμός των  οχημάτων που παρουσιάζουν βλάβες εξαιτίας ακατάλληλων καυσίμων  εικοσαπλασιάζεται!
Παραταύτα, οι αρμόδιες αρχές σφυρίζουν αδιάφορα, μεταθέτοντας η μια την ευθύνη στην άλλη. Όπως και να έχει πάντως, υπάρχει ένα κρίσιμο ερώτημα για την αυτοδιοίκηση α’ και β’ βαθμού : Τα πρατήρια που επιλέγονται για την προμήθεια καυσίμων των υπηρεσιακών οχημάτων, επιλέγονται βάσει οικονομικής προσφοράς και μόνο ή υπάρχουν και ποιοτικά κριτήρια; Το αναφέρουμε αυτό, διότι διαπιστώσαμε (μέσα από το πρόγραμμα ΔΙΑΥΓΕΙΑ) ότι μεγάλα ποσά από τα ταμεία των Δήμων (όπως της Ηγουμενίτσας) δαπανώνται για επιδιόρθωση βλαβών των οχημάτων που ενδεχομένως να προκαλούνται από ακατάλληλα καύσιμα. Οι υπηρεσίες οφείλουν να αρχίσουν άμεσα τους ελέγχους και να αφαιρέσουν τις άδειες λειτουργίας των πρατηριούχων που όχι μόνο κερδοσκοπούν, αλλά καταστρέφουν τα οχήματα των πολιτών σε μια εποχή που τα συνεργεία έχουν γεμίσει με εγκαταλειμμένα οχήματα λόγω αδυναμίας πληρωμής των επιδιορθώσεων. Δικαιολογίες θα βρεθούν αρκετές. Μάλιστα, κάποιες εταιρείες καυσίμων, διατείνονται ότι κάνουν από μόνες τους ελέγχους και το διαφημίζουν κιόλας, αλλά ποιος έμπορος θα ήλεγχε τον εαυτό του και θα τον χαρακτήριζε ως ακατάλληλο; Το πρόβλημα παρατηρείται σε ολόκληρη τη χώρα, αλλά στη Θεσπρωτία που η τιμή της αμόλυβδης (μέση τιμή της περασμένης εβδομάδας 1,83 ευρώ/λίτρο) ξεπερνάει ακόμη και αυτή των νησιωτικών περιοχών, είναι απαράδεκτο να υπάρχει ανοχή σε τέτοιες πρακτικές. Το ζήτημα θα έπρεπε να αναδείξουν οι ίδιοι οι πρατηριούχοι της περιοχής, διότι εννοείται ότι δεν εφαρμόζουν όλοι αυτή την τακτική, μέσω των συνδικαλιστικών τους οργάνων, ώστε να απαλλαγούν από τους επιτήδειους “συναδέλφους” τους. Εκτός και αν η τακτική αυτή αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της κατά τα άλλα “ελεύθερης οικονομίας”.