80χρονος πούλησε τα χρυσά δόντια του για να αγοράσει φάρμακα!

Μαζί με δαχτυλίδια και άλλα μενταγιόν εισέπραξε το... ιλιγγιώδες ποσό των 400 ευρώ! 
80χρονος στη Ζάκυνθο αναγκάστηκε να πουλήσει τα χρυσά δόντια του, μαζί με δαχτυλίδια και άλλα μενταγιόν, για να αγοράσει φάρμακα στην άρρωστη γυναίκα του. Εκεί μας κατάντησαν... Εκεί... Και φυσικά τον κατέκλεψαν, όπως μετά διαπίστωσε ο ίδιος, κατά την εξαγορά. Του τα πήραν κοψοχρονιάς. Είχε, όμως, ανάγκη. Ο δημοσιογράφος Άγγελος Πυριόχος περιγράφει ως εξής το γεγονός: "Τον είδα το Σάββατο, μια χαρά άνθρωπος ήταν. Ολα τα είχε. Τα
μαλλάκια του, τα δοντάκια του, όλα. Και μια ωραία μπάσα φωνή, μια χαρά για την ηλικία του. Γύρω στα 80. Δευτέρα πρωί, τον ξανάδα στην πλατεία. "Καλημέρα κύριε Διονύση, καλή εβδομάδα".  "Που είναι τα δόντια σου;". "Τα πούλησα". Εμ γι’ αυτό δεν έλεγε τα σύμφωνα. "Γιατί φίλε μου τα πούλησες τα δοντάκια σου;" "Γιατί δεν μου δίνουν φάρμακα, πρέπει να πληρώνω, ο γιατρός θέλει λεφτά, το ΙΚΑ και που το έχω είναι σαν να μην έχω, η κυρά είναι διαβητική...". Όλα αυτά στο ψευδό, αλλά να μη σας κουράζω, εδώ κι εγώ με το ζόρι καταλάβαινε τι έλεγε. Μαζί με τα χρυσά δόντια, πούλησε και κάτι άλλα δαχτυλίδια, μενταγιόν και πήρε το ιλιγγιώδες ποσόν των 400 ευρώ. "Μωρέ χριστιανέ μου, λίγα δεν σου έδωσε;" Τι λίγα, τον κατάκλεψαν. Βιαζόταν όμως. Επρεπε να πάρει φάρμακα για τη γυναίκα του. Ωραία! Ο Ελληνας είναι πάντα Ελληνας και στα δύσκολα, γίνεται μαυραγορίτης. Στην περιφέρεια άλλωστε, ανθούν οι τοκογλύφοι. Με πλάτες ισχυρά πολιτικά πρόσωπα. Ολόκληρες συμμορίες τοκογλύφων αφανίζουν ανθρώπους και περιουσίες, άνθρωποι αυτοκτονούν και δεν μιλά κανείς. Βλέπετε πάντα έχουν πλάτες. Πολιτικούς και αστυνομικούς. Εχει γεμίσει ο τόπος αυτοκόλλητα. Πούλησε τα χρυσαφικά σου, ευκαιρία. Εκμεταλλεύονται την ανάγκη του κόσμου. Οταν πεθαίνει ο άνθρωπός σου, όταν πεινά το παιδί σου, δεν κάθεσαι να σκεφτείς ότι το δαχτυλίδι το αγόρασες 800 ευρώ και ο μαυραγορίτης σου δίνει 50... "Και πολλά είναι, δεν αξίζει τόσα, χάρη σου κάνω". Ωρες ώρες δεν τα βλέπω έγχρωμα. Τα βλέπω ασπρόμαυρα. Σαν παλιά ελληνική ταινία. Που έδινε η μαυροφορεμένη τη βέρα της για ένα καρβέλι ψωμί. Εκεί μας γυρίζουν. Και οι ξεγάνωτοι τενεκέδες αλλαξοκομματιάζονται χωρίς ντροπή".